ὑποπτεύω?
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration: hypopteuō
Principal Part:
ὑποπτεύω
ὑποπτεύσω
Structure:
ὑπ
(Prefix)
+
ὀπτεύ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to be suspicious, to have suspicions
- to suspect, guess, suppose
- to suspect, hold in suspicion, to be suspected, mistrusted, was generally suspected
- to suspect that
- to look suspiciously on, to suspect
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐὰν δὲ μηδεμίαν ἡδονὴν μηδὲ ἀφροδίτην ὁ τῆς λέξεως χαρακτὴρ ἔχῃ, δυσωπῶ καὶ ὑποπτεύω μήποτ οὐ Λυσίου ὁ λόγος καὶ οὐκ ἔτι βιάζομαι τὴν ἄλογον αἴσθησιν, οὐδ ἐὰν πάνυ δεινὸς εἷναι τὰ γοῦν ἄλλα μοι δοκῇ καὶ περιττῶς ἐξειργασμένος ὁ λόγος, τὸ μὲν εὖ γράφειν πολλοῖς οἰόμενος ὑπάρχειν κατά τινας καὶ ἄλλους ἰδίους λέξεως χαρακτῆρας πολυειδὲς γὰρ τοῦτο, τὸ δ ἡδέως καὶ κεχαρισμένως καὶ ἐπαφροδίτως Λυσίᾳ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 11 4:2)
- ὑποπτεύω τι γάρ. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode, iambic 5:23)
- ὑποπτεύω γὰρ ἔσεσθαί τινας τῶν ἀναγνωσομένων τὴν γραφὴν τοὺς ἐπιτιμήσοντας ἡμῖν, ὅτι τολμῶμεν ἀποφαίνειν Θουκυδίδην τὸν ἁπάντων κράτιστον τῶν ἱστοριογράφων καὶ κατὰ τὴν προαίρεσίν ποτε τῶν λόγων ἁμαρτάνοντα καὶ κατὰ τὴν δύναμιν ἐξασθενοῦντα, καὶ διὰ τοῦθ οὗτος ἡμᾶς ὁ λογισμὸς εἰσῆλθεν, ὅτι παράδοξα καινοτομεῖν πράγματα πρῶτοι καὶ μόνοι δόξομεν, εἴ τι τῶν ὑπὸ Θουκυδίδου γραφέντων συκοφαντεῖν ἐπιβαλοίμεθα, οὐ ταῖς κοιναῖς μόνον ἐναντιούμενοι δόξαις, ἃς ἅπαντες ἐκ τοῦ μακροῦ χρόνου παραλαβόντες ἀναφαιρέτους ἔχουσιν, ἀλλὰ καὶ ταῖς ἰδίαις τῶν ἐπιφανεστάτων φιλοσόφων τε καὶ ῥητόρων μαρτυρίαις ἀπιστοῦντες, οἳ κανόνα τῆς ἱστορικῆς πραγματείας ἐκεῖνον ὑποτίθενται τὸν ἄνδρα καὶ τῆς περὶ τοὺς πολιτικοὺς λόγους δεινότητος ὁρ´ον: (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 24)
- ἐγώ σοι φράσω, ὅ γε ὑποπτεύω λέγειν καὶ συμβουλεύειν ἡμῖν τοῦτο τὸ γράμμα. (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 179:1)
- φέρε οὖν, ὦ πρὸς Διός, ἴδωμεν τί καὶ ὑποπτεύω. (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 146:3)
Synonyms
-
to suspect
- κατεικάζω (to guess, surmise, to suspect)
- ὑπονοέω (to suspect, conjecture, form guesses about)
- καταδοκέω (to suppose, prejudice, to suspect)
-
to suspect that
-
to look suspiciously on
- παραβλέπω (to look aside, take a side look, to look suspiciously)
Derived
- διοπτεύω (to watch accurately, spy about, to look into)
- ἐποπτεύω (to look over, overlook, watch)
- κατοπτεύω (to spy out, reconnoitre, to be observed)
- ὀπτεύω (to see)