헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑποπτεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑποπτεύω ὑποπτεύσω

형태분석: ὑπ (접두사) + ὀπτεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from u(po/pths

  1. 가정하다, 짐작하다, 추측하다, 헤아리다
  2. 의심하다, 가정하다, 불신하다, 혐의를 두다, 수상히 여기다, 신용하지 않다
  3. 의심하다, 가정하다
  4. 의심하다, 가정하다, 불신하다
  1. to be suspicious, to have suspicions
  2. to suspect, guess, suppose
  3. to suspect, hold in suspicion, to be suspected, mistrusted, was generally suspected
  4. to suspect that
  5. to look suspiciously on, to suspect

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποπτεύω

ὑποπτεύεις

ὑποπτεύει

쌍수 ὑποπτεύετον

ὑποπτεύετον

복수 ὑποπτεύομεν

ὑποπτεύετε

ὑποπτεύουσιν*

접속법단수 ὑποπτεύω

ὑποπτεύῃς

ὑποπτεύῃ

쌍수 ὑποπτεύητον

ὑποπτεύητον

복수 ὑποπτεύωμεν

ὑποπτεύητε

ὑποπτεύωσιν*

기원법단수 ὑποπτεύοιμι

ὑποπτεύοις

ὑποπτεύοι

쌍수 ὑποπτεύοιτον

ὑποπτευοίτην

복수 ὑποπτεύοιμεν

ὑποπτεύοιτε

ὑποπτεύοιεν

명령법단수 ὑπόπτευε

ὑποπτευέτω

쌍수 ὑποπτεύετον

ὑποπτευέτων

복수 ὑποπτεύετε

ὑποπτευόντων, ὑποπτευέτωσαν

부정사 ὑποπτεύειν

분사 남성여성중성
ὑποπτευων

ὑποπτευοντος

ὑποπτευουσα

ὑποπτευουσης

ὑποπτευον

ὑποπτευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποπτεύομαι

ὑποπτεύει, ὑποπτεύῃ

ὑποπτεύεται

쌍수 ὑποπτεύεσθον

ὑποπτεύεσθον

복수 ὑποπτευόμεθα

ὑποπτεύεσθε

ὑποπτεύονται

접속법단수 ὑποπτεύωμαι

ὑποπτεύῃ

ὑποπτεύηται

쌍수 ὑποπτεύησθον

ὑποπτεύησθον

복수 ὑποπτευώμεθα

ὑποπτεύησθε

ὑποπτεύωνται

기원법단수 ὑποπτευοίμην

ὑποπτεύοιο

ὑποπτεύοιτο

쌍수 ὑποπτεύοισθον

ὑποπτευοίσθην

복수 ὑποπτευοίμεθα

ὑποπτεύοισθε

ὑποπτεύοιντο

명령법단수 ὑποπτεύου

ὑποπτευέσθω

쌍수 ὑποπτεύεσθον

ὑποπτευέσθων

복수 ὑποπτεύεσθε

ὑποπτευέσθων, ὑποπτευέσθωσαν

부정사 ὑποπτεύεσθαι

분사 남성여성중성
ὑποπτευομενος

ὑποπτευομενου

ὑποπτευομενη

ὑποπτευομενης

ὑποπτευομενον

ὑποπτευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ πολλῶν μετατιθεμένων τε καὶ αὐτομολούντων ἢ ἀποδιδρασκόντων οὐδὲ τὸ λοιπὸν ἦν ἔτι τῷ Ἀννίβᾳ πιστόν, ὑποπτευόμενόν τε ὑπ’ ἐκείνου καὶ ὑποπτεύοντεσ αὐτόν. (Appian, The Foreign Wars, chapter 5 4:2)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 5 4:2)

  • ] Οὐκ ἦν τὸ φοβούμενον λύειν ὑπὲρ τῶν κυριωτάτων μὴ κατειδότα τίσ ἡ τοῦ σύμπαντοσ φύσισ, ἀλλ’ ὑποπτευόμενόν τι τῶν κατὰ τοὺσ μύθουσ· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 143:2)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 143:2)

  • εἶθ’ ὃν δεδοίκαμεν ἐκ τῶν ἐχθρῶν ὑποπτευόμενον ἑαυτοῖσ βέβαιον ἐπιστήσομεν; (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 441:2)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 441:2)

  • εὐθὺσ οὖν ὁ μὲν Ἀριστείδησ συνεβούλευε τοῖσ συμμάχοισ ἅπασι κοινὴν ἄγουσι σύνοδον ἀποδεῖξαι τὴν Δῆλον κοινὸν ταμιεῖον, καὶ τὰ χρήματα πάντα τὰ συναγόμενα εἰσ ταύτην κατατίθεσθαι, πρὸσ δὲ τὸν ἀπὸ τῶν Περσῶν ὑποπτευόμενον πόλεμον τάξαι φόρον ταῖσ πόλεσι πάσαισ κατὰ δύναμιν, ὥστε γίνεσθαι τὸ πᾶν ἄθροισμα ταλάντων πεντακοσίων καὶ ἑξήκοντα. (Diodorus Siculus, Library, book xi, chapter 46 9:1)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xi, chapter 46 9:1)

유의어

  1. 가정하다

  2. 의심하다

  3. 의심하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION