ὑποπτεύω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὑποπτεύω
ὑποπτεύσω
형태분석:
ὑπ
(접두사)
+
ὀπτεύ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 가정하다, 짐작하다, 추측하다, 헤아리다
- 의심하다, 가정하다, 불신하다, 혐의를 두다, 수상히 여기다, 신용하지 않다
- 의심하다, 가정하다
- 의심하다, 가정하다, 불신하다
- to be suspicious, to have suspicions
- to suspect, guess, suppose
- to suspect, hold in suspicion, to be suspected, mistrusted, was generally suspected
- to suspect that
- to look suspiciously on, to suspect
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- προεωρώμην δὲ καὶ τοιοῦτό τι καὶ ὑπώπτευον ἤδη ὡσ οὐ σφόδρα καθεστηκότοσ πατρὸσ ἀδίκωσ ὀργίζεσθαι καὶ ἐγκλήματα ψευδῆ καθ’ υἱοῦ συντιθέναι· (Lucian, Abdicatus, (no name) 3:5)
(루키아노스, Abdicatus, (no name) 3:5)
- ἰδὼν οὖν τὸν πατέρα ἔτι ἐντὸσ τῆσ ἐλπίδοσ καὶ τὸ πάθοσ οὐχ ὑπὲρ τὴν τέχνην, ἐπὶ πολὺ τηρήσασ καὶ ἀκριβῶσ ἐξετάσασ ἕκαστα ἐπεχείρουν ἤδη καὶ τὸ φάρμακον τεθαρρηκότωσ ἐνέχεον, καίτοι πολλοὶ τῶν παρόντων ὑπώπτευον τὴν δόσιν καὶ τὴν ἰάσιν διέβαλλον καὶ πρὸσ κατηγορίασ παρεσκευάζοντο . (Lucian, Abdicatus, (no name) 4:8)
(루키아노스, Abdicatus, (no name) 4:8)
- ἐγὼ γὰρ ὁρῶν ταύτην οὐκέτι σωφρονοῦσαν οὐδὲ μένουσαν ἐπὶ τοῦ κοσμίου σχήματοσ οἱο͂́ν ποτε ἐσχηματισμένην αὐτὴν ὁ Παιανιεὺσ ἐκεῖνοσ ἠγάγετο, κοσμουμένην δὲ καὶ τὰσ τρίχασ εὐθετίζουσαν εἰσ τὸ ἑταιρικὸν καὶ φυκίον ἐντριβομένην καὶ τὠφθαλμὼ ὑπογραφομένην, ὑπώπτευον εὐθὺσ καὶ παρεφύλαττον ὅποι τὸν ὀφθαλμὸν φέρει. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 31:1)
(루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 31:1)
- καὶ τὸ πρᾶγμα οἱ μὲν ἐθαύμαζον, οἱ δὲ ἐγέλων, οἱ δὲ ὑπώπτευον μὴ ἄρα ἐκ τῆσ ἄγαν μιμήσεωσ εἰσ τὴν τοῦ πάθουσ ἀλήθειαν ὑπηνέχθη. (Lucian, De saltatione, (no name) 83:9)
(루키아노스, De saltatione, (no name) 83:9)
- φασὶ τοὺσ Λατίνουσ, εἴτε προφάσει χρωμένουσ εἴτε βουλομένουσ ὡσ ἀληθῶσ ἀναμίξασθαι τὰ γένη πάλιν ἐξ ὑπαρχῆσ, πέμψαντασ αἰτεῖν παρὰ τῶν Ῥωμαίων παρθένουσ ἐλευθέρασ γυναῖκασ, ἀπορούντων δὲ τῶν Ῥωμαίων, τί χρὴ ποιεῖν καὶ γὰρ τὸν πόλεμον ὠρρώδουν οὔπω καθεστῶτεσ οὐδ’ ἀνειληφότεσ αὑτούσ, καὶ τὴν αἴτησιν τῶν γυναικῶν ὑπώπτευον ἐξομήρευσιν εἶναι, τοῦ δ’ εὐπρεποῦσ χάριν ἐπιγαμίαν καλεῖσθαι, θεραπαινίδα τοὔνομα Τουτούλαν, ὡσ δ’ ἔνιοι λέγουσι, Φιλωτίδα τοῖσ ἄρχουσι παραινέσαι πέμπειν σὺν αὐτῇ τῶν δμωίδων τὰσ ἐν ὡρ́ᾳ μάλιστα καὶ ταῖσ ὄψεσιν ἐλευθερίουσ, κοσμήσαντασ ὡσ νύμφασ εὐγενεῖσ, τὰ λοιπὰ δ’ αὐτῇ μελήσειν. (Plutarch, Camillus, chapter 33 2:3)
(플루타르코스, Camillus, chapter 33 2:3)
유의어
-
가정하다
-
의심하다
-
의심하다
- παραβλέπω (to look aside, take a side look, to look suspiciously)