- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

διοπτεύω?

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration: diopteuō

Principal Part: διοπτεύω

Structure: δι (Prefix) + ὀπτεύ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from διοπτήρ

Sense

  1. to watch accurately, spy about, to look into

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διοπτεύω διοπτεύεις διοπτεύει
Dual διοπτεύετον διοπτεύετον
Plural διοπτεύομεν διοπτεύετε διοπτεύουσι(ν)
SubjunctiveSingular διοπτεύω διοπτεύῃς διοπτεύῃ
Dual διοπτεύητον διοπτεύητον
Plural διοπτεύωμεν διοπτεύητε διοπτεύωσι(ν)
OptativeSingular διοπτεύοιμι διοπτεύοις διοπτεύοι
Dual διοπτεύοιτον διοπτευοίτην
Plural διοπτεύοιμεν διοπτεύοιτε διοπτεύοιεν
ImperativeSingular διόπτευε διοπτευέτω
Dual διοπτεύετον διοπτευέτων
Plural διοπτεύετε διοπτευόντων, διοπτευέτωσαν
Infinitive διοπτεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διοπτευων διοπτευοντος διοπτευουσα διοπτευουσης διοπτευον διοπτευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διοπτεύομαι διοπτεύει, διοπτεύῃ διοπτεύεται
Dual διοπτεύεσθον διοπτεύεσθον
Plural διοπτευόμεθα διοπτεύεσθε διοπτεύονται
SubjunctiveSingular διοπτεύωμαι διοπτεύῃ διοπτεύηται
Dual διοπτεύησθον διοπτεύησθον
Plural διοπτευώμεθα διοπτεύησθε διοπτεύωνται
OptativeSingular διοπτευοίμην διοπτεύοιο διοπτεύοιτο
Dual διοπτεύοισθον διοπτευοίσθην
Plural διοπτευοίμεθα διοπτεύοισθε διοπτεύοιντο
ImperativeSingular διοπτεύου διοπτευέσθω
Dual διοπτεύεσθον διοπτευέσθων
Plural διοπτεύεσθε διοπτευέσθων, διοπτευέσθωσαν
Infinitive διοπτεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διοπτευομενος διοπτευομενου διοπτευομενη διοπτευομενης διοπτευομενον διοπτευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • κἄπειτ ἐπᾴξας αὖθις ἐς δόμους πάλιν, ἔμφρων μόλις πως ξὺν χρόνῳ καθίσταται, καὶ πλῆρες ἄτης ὡς διοπτεύει στέγος, παίσας κάρα θώϋξεν: (Sophocles, Ajax, episode 1:14)
  • τοὺς γὰρ ἀπαγγείλαντας ὅσα καιρὸς αὐτῷ εἰή πεπύσθαι μεγάλως εὐεργετῶν πολλοὺς ἐποίησεν ἀνθρώπους καὶ ὠτακουστεῖν καὶ διοπτεύειν τί ἂν ἀγγείλαντες ὠφελήσειαν βασιλέα. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 2 12:2)
  • μεγάλου γὰρ ὄντος τοῦ τῆς φάραγγος ἀναλήμματος καὶ οὐδ ἀνεκτοῦ κατιδεῖν, εἴ τις ἄνωθεν εἰς τὸν βυθὸν εἰσκύπτοι, παμμέγεθες ὕψος ἐν αὐτῷ τὸ τῆς στοᾶς ἀνέστηκεν, ὡς εἴ τις ἀπ ἄκρου τοῦ ταύτης τέγους ἄμφω συντιθεὶς τὰ βάθη διοπτεύοι, σκοτοδινιᾶν οὐκ ἐξικνουμένης τῆς ὄψεως εἰς ἀμέτρητον τὸν βυθόν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 15 488:2)

Synonyms

  1. to watch accurately

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION