τρίβω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
τρίβω
τρίψω
ἔτριψα
τέτριφα
τέτριμμαι
Structure:
τρίβ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I rub
- Ι grind, thresh, pound
- I waste, ravage
- I rub away, grind down, wear away
- I wear out
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἵν’ ἐν τῷ βαλανείῳ ἐκδυσάμενοσ καὶ ἐκτείνασ σεαυτὸν ὡσ οἱ ἐσταυρωμένοι τρίβῃ ἔνθεν καὶ ἔνθεν, εἶθ’ ὁ ἀλείπτησ ἐπιστὰσ λέγῃ "μετάβηθι, δὸσ πλευρόν, κεφαλὴν αὐτοῦ λάβε, παράθεσ τὸν ὦμον", εἶτ’ ἐλθὼν ἐκ τοῦ βαλανείου εἰσ οἶκον κραυγάσῃσ "οὐδεὶσ φέρει φαγεῖν; (Epictetus, Works, book 3, 22:1)
- καὶ μηδὲν ἄλλο ταύτησ ἀκριβέστερον ζητεῖν κριτήριον, τοῦτο κἀγὼ τοῖσ ἀναγινώσκουσι τὸν Λυσίαν καὶ τίσ ἡ παρ’ αὐτῷ χάρισ ἐστὶ βουλομένοισ μαθεῖν ὑποθείμην ἂν ἐπιτηδεύειν, χρόνῳ πολλῷ καὶ μακρᾷ τριβῇ καὶ ἀλόγῳ πάθει τὴν ἄλογον συνασκεῖν αἴσθησιν. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 11 2:1)
- ὁ λέγων λειχῆνοσ ἰατρικὴν εἶναι καὶ παρωνυχίασ, πλευρίτιδοσ δὲ καὶ πυρετοῦ καὶ φρενίτιδοσ μὴ εἶναι, τί διαφέρει τοῦ λέγοντοσ ὅτι τῶν μικρῶν καὶ παιδικῶν καθηκόντων εἰσὶ διδασκαλεῖα καὶ λόγοι καὶ ὑποθῆκαι, τῶν δὲ μεγάλων καὶ τελείων ἄλογοσ τριβὴ καὶ περίπτωσίσ ἐστιν; (Plutarch, An virtus doceri possit, section 32)
- ὁ λέγων λειχῆνοσ ἰατρικὴν εἶναι καὶ παρωνυχίασ, πλευρίτιδοσ δὲ καὶ πυρετοῦ καὶ φρενίτιδοσ μὴ εἶναι, τί διαφέρει τοῦ λέγοντοσ ὅτι τῶν μικρῶν καὶ παιδικῶν καθηκόντων εἰσὶ διδασκαλεῖα καὶ λόγοι καὶ ὑποθῆκαι, τῶν δὲ μεγάλων καὶ τελείων ἄλογοσ τριβὴ καὶ περίπτωσίσ ἔστιν; (Plutarch, An virtus doceri possit, section 32)
- ὑπὸ τοιούτων λογισμῶν εἰσπεσόντεσ ἀθρόοι καὶ περισχόντεσ αὐτὸν ἐξῆγον ἐπὶ τὴν θάλασσαν, ἄλλου δὲ ἄλλο τι προθύμωσ ὑπηρετοῦντοσ καὶ σπευδόντων ἁπάντων ἐγίνετο τριβὴ τοῦ χρόνου. (Plutarch, Caius Marius, chapter 39 3:4)
- ἦν γὰρ ἀλλότριοσ σχολῆσ, καθάπερ ἄλλο τι κτῆμα τὴν στρατηγικὴν καὶ πολεμικὴν ἀρετὴν ἔχειν διὰ παντὸσ ἐν χρήσει καὶ τριβῇ βουλόμενοσ, ὡσ καὶ τῷ περὶ Πτολεμαίου ποτὲ ῥηθέντι τοῦ βασιλέωσ ἀπεδήλωσεν. (Plutarch, Philopoemen, chapter 13 3:1)
Synonyms
-
I rub
-
Ι grind
-
I waste
-
I rub away
-
I wear out
Derived
- ἀνατρίβω (to rub well, rub clean, to be worn away)
- ἀποδιατρίβω (to wear quite away, to waste utterly)
- ἀποτρίβω (to wear out, to rub clean, to rub down)
- διατρίβω (to rub between, rub hard, rub away)
- ἐκτρίβω (to rub out, to produce, by rubbing)
- ἐντρίβω (to rub in or into, to rub, with)
- ἐπιτρίβω (to rub on the surface, to crush, to be galled)
- κατατρίβω (to rub down or away;, to wear out, to wear out)
- παρατρίβω (to rub beside or alongside, to rub, by the side of)
- προσανατρίβομαι (to rub oneself upon or against, to frequent)
- προστρίβω (to rub against, worn down by intercourse with, to inflict or cause to be inflicted)
- συνεπιτρίβω (to destroy at once)
- συντρίβω (to rub together, to rub, together)
- ὑποτρίβω (I rub off, wear away, I grate (especially in preparing ὑπότριμμα ))