τρίβω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
τρίβω
τρίψω
ἔτριψα
τέτριφα
τέτριμμαι
Structure:
τρίβ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I rub
- Ι grind, thresh, pound
- I waste, ravage
- I rub away, grind down, wear away
- I wear out
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τρίβειν δὲ τὰ μὲν νῶτα καὶ τὴν ὀσφὺν τῇ δεξιᾷ, ὑποθέντα τὴν ἀριστερὰν τῇ λαγόνι, ὡσ μὴ ἐπιθλιβομένην ἄνωθεν τὴν κύνα ὀκλάζουσαν κακοπαθεῖν· (Arrian, Cynegeticus, chapter 10 2:1)
- πρῶτον δὲ πάντων τῷ Νεοκλείδῃ φάρμακον καταπλαστὸν ἐνεχείρησε τρίβειν, ἐμβαλὼν σκορόδων κεφαλὰσ τρεῖσ Τηνίων. (Aristophanes, Plutus, Episode 2:21)
- τρίβειν ἐν αὐτῇ τὰσ πόλεισ βουλεύεται. (Aristophanes, Peace, Prologue, anapests 2:24)
- καὶ πόλιν ἐρυμνὴν κατεσκευασμένην πᾶσιν εἰσ πόλεμον καλῶσ Φαλερίουσ ἐπολιόρκει, τὸ μὲν ἑλεῖν οὐ μικρὸν ἔργον οὐδὲ χρόνου τοῦ τυχόντοσ ἡγούμενοσ, ἄλλωσ δὲ τρίβειν τοὺσ πολίτασ καὶ περισπᾶν βουλόμενοσ, ὡσ μὴ σχολάζοιεν οἴκοι καθήμενοι δημαγωγεῖσθαι καὶ στασιάζειν. (Plutarch, Camillus, chapter 9 2:1)
- ἐξελθὼν δὲ καί παραστρατοπεδεύσασ τοῖσ πολεμίοισ αὐτὸσ μὲν ἠξίου τρίβειν τὸν πόλεμον χρόνῳ, κἂν εἰ μάχησ δεήσειε ῥώσασ τὸ σῶμα διαγωνίσασθαι, Λευκίου δὲ τοῦ συνάρχοντοσ ἐπιθυμίᾳ δόξησ φερομένου πρὸσ τὸν κίνδυνον ἀκατασχέτωσ καί συνεξορμῶντοσ ἅμα ταξιάρχουσ καί λοχαγούσ, φοβηθεὶσ μὴ φθόνῳ δή τινι δοκῇ κατόρθωμα καί φιλοτιμίαν ἀφαιρεῖσθαι νέων ἀνδρῶν συνεχώρησεν ἄκων ἐκείνῳ παρατάξαι τὴν δύναμιν, αὐτὸσ δὲ διὰ τὴν ἀσθένειαν ὑπελείφθη μετ’ ὀλίγων ἐν τῷ στρατοπέδῳ. (Plutarch, Camillus, chapter 37 3:1)
Synonyms
-
I rub
-
Ι grind
-
I waste
-
I rub away
-
I wear out
Derived
- ἀνατρίβω (to rub well, rub clean, to be worn away)
- ἀποδιατρίβω (to wear quite away, to waste utterly)
- ἀποτρίβω (to wear out, to rub clean, to rub down)
- διατρίβω (to rub between, rub hard, rub away)
- ἐκτρίβω (to rub out, to produce, by rubbing)
- ἐντρίβω (to rub in or into, to rub, with)
- ἐπιτρίβω (to rub on the surface, to crush, to be galled)
- κατατρίβω (to rub down or away;, to wear out, to wear out)
- παρατρίβω (to rub beside or alongside, to rub, by the side of)
- προσανατρίβομαι (to rub oneself upon or against, to frequent)
- προστρίβω (to rub against, worn down by intercourse with, to inflict or cause to be inflicted)
- συνεπιτρίβω (to destroy at once)
- συντρίβω (to rub together, to rub, together)
- ὑποτρίβω (I rub off, wear away, I grate (especially in preparing ὑπότριμμα ))