τελευτάω
α-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
τελευτάω
Structure:
τελευτά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to complete, finish, accomplish, to fulfil an oath, promise, to bring about, end, to be fulfilled, to come to pass, happen
- to bring to an end, to finish, to die, to make an end of, to end life, to die, to die
- to be accomplished
- to come to an end, to end, to come to a, end, issue in, in what
- to die
- at the end, at last, to finish with, at last
- to come to an end
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἑτέρα δέ τισ ἐπὶ τὴν ἐκείνησ παρελθοῦσα τάξιν, ἀφόρητοσ ἀναιδείᾳ θεατρικῇ καὶ ἀνάγωγοσ καὶ οὔτε φιλοσοφίασ οὔτε ἄλλου παιδεύματοσ οὐδενὸσ μετειληφυῖα ἐλευθερίου, λαθοῦσα καὶ παρακρουσαμένη τὴν τῶν ὄχλων ἄγνοιαν, οὐ μόνον ἐν εὐπορίᾳ καὶ τρυφῇ καὶ μορφῇ πλείονι τῆσ ἑτέρασ διῆγεν, ἀλλὰ καὶ τὰσ τιμὰσ καὶ τὰσ προστασίασ τῶν πόλεων, ἃσ ἔδει τὴν φιλόσοφον ἔχειν, εἰσ ἑαυτὴν ἀνηρτήσατο καὶ ἦν φορτική τισ πάνυ καὶ ὀχληρὰ καὶ τελευτῶσα παραπλησίαν ἐποίησε γενέσθαι τὴν Ἑλλάδα ταῖσ τῶν ἀσώτων καὶ κακοδαιμόνων οἰκίαισ. (Dionysius of Halicarnassus, De antiquis oratoribus, chapter 1 1:1)
- ἐδήλωσε δὲ τοῦτο μάλιστα διὰ τῆσ πρὸσ Ὅμηρον ζηλοτυπίασ, ὃν ἐκ τῆσ κατασκευαζομένησ ὑπ’ αὐτοῦ πολιτείασ ἐκβάλλει στεφανώσασ καὶ μύρῳ χρίσασ, ὡσ δὴ τούτων αὐτῷ δέον ἐκβαλλομένῳ, δι’ ὃν ἥ τε ἄλλη παιδεία πᾶσα παρῆλθεν εἰσ τὸν βίον καὶ τελευτῶσα φιλοσοφία. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 1 13:2)
- τελευτῶσα γοῦν, ἵνα τύχῃ τῆσ εἰρήνησ ἡ πόλισ, ἐβουλεύετο εἰ χρὴ Μεσσηνίασ ἀποστῆναι, ταύτην ἐπιτιθέντων αὐτῇ Βοιωτῶν τὴν ἀνάγκην. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 93)
- τελευτῶσα δὲ ἡ μήτηρ αὐτῶν ἠντιβόλει με καὶ ἱκέτευσε συναγαγεῖν αὐτῆσ τὸν πατέρα καὶ τοὺσ φίλουσ, εἰποῦσα ὅτι, εἰ καὶ μὴ πρότερον εἴθισται λέγειν ἐν ἀνδράσι, τὸ μέγεθοσ αὐτὴν ἀναγκάσει τῶν συμφορῶν περὶ τῶν σφετέρων κακῶν δηλῶσαι πάντα πρὸσ ἡμᾶσ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 25 3:11)
- τελευτῶσα γὰρ, ὡσ ἐοίκεν, ἐξώρκωσε τοῦτον ἐμμεῖναι τῇ ἀρχῇ καὶ προθέσθαι τὴν πάτριον Ῥωμαίων πολιτείαν. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 10 5:3)
Synonyms
-
to complete
-
to bring to an end
-
to be accomplished
-
to come to an end
-
to die
-
at the end
-
to come to an end
- περαίνω (to come to an end, end)
- ἀνύω (to come to an end)
- συνανύτω (to come to an end with)
- ὑπολείπω (to fail, come to an end, fails)
- ἀποτελευτάω (to end, in)
- ἀπαλλάσσω (to get off, come off, end)
- ἀποσκήπτω (to fall suddenly, to come to, ending)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- ἔρχομαι (I come, go)
- ἱκνέομαι (to come)
- ἵκω (to come to)
- παραβάλλω (to come n)
- σύνειμι (to come in)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- ἕρπω ( I go or come)
- ἑρπύζω (to go, come)
- ἐκπίπτω (to come out)
- ἀφικνέομαι (to come)
- ἀγρέω (come, come on)
- ἀμείβω (comes on)
- βάσκω ( come, go)
- βλώσκω (come, go)
- ἔξειμι (to go out, come out)
- ἐξικνέομαι (to come to)
- εἰσαφικάνω (to come to)
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- ἐξέρχομαι (to go out, come out )