Ancient Greek-English Dictionary Language

προσδιαπράσσω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προσδιαπράσσω προσδιαπράξω

Structure: προς (Prefix) + δια (Prefix) + πράσς (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to accomplish besides

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσδιαπράσσω προσδιαπράσσεις προσδιαπράσσει
Dual προσδιαπράσσετον προσδιαπράσσετον
Plural προσδιαπράσσομεν προσδιαπράσσετε προσδιαπράσσουσιν*
SubjunctiveSingular προσδιαπράσσω προσδιαπράσσῃς προσδιαπράσσῃ
Dual προσδιαπράσσητον προσδιαπράσσητον
Plural προσδιαπράσσωμεν προσδιαπράσσητε προσδιαπράσσωσιν*
OptativeSingular προσδιαπράσσοιμι προσδιαπράσσοις προσδιαπράσσοι
Dual προσδιαπράσσοιτον προσδιαπρασσοίτην
Plural προσδιαπράσσοιμεν προσδιαπράσσοιτε προσδιαπράσσοιεν
ImperativeSingular προσδιαπράσσε προσδιαπρασσέτω
Dual προσδιαπράσσετον προσδιαπρασσέτων
Plural προσδιαπράσσετε προσδιαπρασσόντων, προσδιαπρασσέτωσαν
Infinitive προσδιαπράσσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσδιαπρασσων προσδιαπρασσοντος προσδιαπρασσουσα προσδιαπρασσουσης προσδιαπρασσον προσδιαπρασσοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσδιαπράσσομαι προσδιαπράσσει, προσδιαπράσσῃ προσδιαπράσσεται
Dual προσδιαπράσσεσθον προσδιαπράσσεσθον
Plural προσδιαπρασσόμεθα προσδιαπράσσεσθε προσδιαπράσσονται
SubjunctiveSingular προσδιαπράσσωμαι προσδιαπράσσῃ προσδιαπράσσηται
Dual προσδιαπράσσησθον προσδιαπράσσησθον
Plural προσδιαπρασσώμεθα προσδιαπράσσησθε προσδιαπράσσωνται
OptativeSingular προσδιαπρασσοίμην προσδιαπράσσοιο προσδιαπράσσοιτο
Dual προσδιαπράσσοισθον προσδιαπρασσοίσθην
Plural προσδιαπρασσοίμεθα προσδιαπράσσοισθε προσδιαπράσσοιντο
ImperativeSingular προσδιαπράσσου προσδιαπρασσέσθω
Dual προσδιαπράσσεσθον προσδιαπρασσέσθων
Plural προσδιαπράσσεσθε προσδιαπρασσέσθων, προσδιαπρασσέσθωσαν
Infinitive προσδιαπράσσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσδιαπρασσομενος προσδιαπρασσομενου προσδιαπρασσομενη προσδιαπρασσομενης προσδιαπρασσομενον προσδιαπρασσομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσδιαπράξω προσδιαπράξεις προσδιαπράξει
Dual προσδιαπράξετον προσδιαπράξετον
Plural προσδιαπράξομεν προσδιαπράξετε προσδιαπράξουσιν*
OptativeSingular προσδιαπράξοιμι προσδιαπράξοις προσδιαπράξοι
Dual προσδιαπράξοιτον προσδιαπραξοίτην
Plural προσδιαπράξοιμεν προσδιαπράξοιτε προσδιαπράξοιεν
Infinitive προσδιαπράξειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσδιαπραξων προσδιαπραξοντος προσδιαπραξουσα προσδιαπραξουσης προσδιαπραξον προσδιαπραξοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσδιαπράξομαι προσδιαπράξει, προσδιαπράξῃ προσδιαπράξεται
Dual προσδιαπράξεσθον προσδιαπράξεσθον
Plural προσδιαπραξόμεθα προσδιαπράξεσθε προσδιαπράξονται
OptativeSingular προσδιαπραξοίμην προσδιαπράξοιο προσδιαπράξοιτο
Dual προσδιαπράξοισθον προσδιαπραξοίσθην
Plural προσδιαπραξοίμεθα προσδιαπράξοισθε προσδιαπράξοιντο
Infinitive προσδιαπράξεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσδιαπραξομενος προσδιαπραξομενου προσδιαπραξομενη προσδιαπραξομενης προσδιαπραξομενον προσδιαπραξομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to accomplish besides

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION