τελευτάω
α-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
τελευτάω
Structure:
τελευτά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to complete, finish, accomplish, to fulfil an oath, promise, to bring about, end, to be fulfilled, to come to pass, happen
- to bring to an end, to finish, to die, to make an end of, to end life, to die, to die
- to be accomplished
- to come to an end, to end, to come to a, end, issue in, in what
- to die
- at the end, at last, to finish with, at last
- to come to an end
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οὕτω γὰρ οὐ πάθοσ, ἀλλὰ πρᾶξισ γίνεται τοῦ τελευτῶντοσ ὁ θάνατοσ, πρὸσ δὲ τῷ θυμῷ τοῦ Πελοπίδου καὶ τὸ τέλοσ αὐτὸ τὸ τῆσ νίκησ ἐν τῷ πεσεῖν τὸν τύραννον ὁρώμενον οὐ παντάπασιν ἀλόγωσ ἐπεσπάσατο τὴν ὁρμήν· (Plutarch, Comparison of Pelopidas and Marcellus, chapter 3 2:3)
- "ὅθεν, ὥσπερ οἱ περὶ τὸ θεῖον πλημμελήσαντεσ, ἐξαγορεύων τὰ ἑαυτοῦ κακὰ τελευτῶντοσ ἤδη τοῦ βιβλίου φησὶν ὅτι τὸν βίον οἱ νόμουσ διατάξαντεσ καὶ νόμιμα καὶ τὸ βασιλεύεσθαι τὰσ πόλεισ καὶ ἄρχεσθαι καταστήσαντεσ εἰσ πολλὴν ἀσφάλειαν καὶ ἡσυχίαν ἔθεντο καὶ θορύβων ἀπήλλαξαν εἰ δέ τισ ταῦτα ἀναιρήσει, θηρίων βίον βιωσόμεθα καὶ ὁ προστυχὼν τὸν ἐντυχόντα μονονοὺ κατέδεται τοῦτο γὰρ ὁ Κωλώτησ αὐταῖσ λέξεσιν ἐκπεφώνηκεν, οὐ δικαίωσ οὐδ’ ἀληθῶσ. (Plutarch, Adversus Colotem, section 30 1:1)
- εἰθισμένοι γὰρ οὐ πολὺν χρόνον ἅμα ὡρ́ᾳ θέρουσ ἔξω στρατεύειν, οἴκοι δὲ διαχειμάζειν, τότε πρῶτον ἠναγκάσθησαν ὑπὸ τῶν χιλιάρχων φρούρια κατασκευασάμενοι καὶ τὸ στρατόπεδον τειχίσαντεσ ἐν τῇ πολεμίᾳ χειμῶνα καὶ θέροσ συνάπτειν, ἤδη σχεδὸν ἔτουσ ἑβδόμου τῷ πολέμῳ τελευτῶντοσ. (Plutarch, Camillus, chapter 2 5:1)
- ὕστερον δὲ ἀντὶ τοῦ τελευτῶντοσ ἔταξε καθιστάναι τὸν ἄριστον ἀρετῇ κριθέντα τῶν ὑπὲρ ἑξήκοντα ἔτη γεγονότων, καὶ μέγιστοσ ἐδόκει τῶν ἐν ἀνθρώποισ ἀγώνων οὗτοσ εἶναι καὶ περιμαχητότατοσ· (Plutarch, Lycurgus, chapter 26 1:2)
- ἄλλοι δ’ ἱστοροῦσι τὸν μὲν Δεκέμβριον ἀπὸ τοῦ Μαρτίου δέκατον εἶναι, τὸν δ’ Ιἀνουάριον ἑνδέκατον, τὸν δὲ Φεβρουάριον δωδέκατον, ἐν ᾧ καθαρμοῖσ τε χρῶνται καὶ τοῖσ φθιμένοισ ἐναγίζουσι τοῦ ἐνιαυτοῦ τελευτῶντοσ. (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 19 2:1)
Synonyms
-
to complete
-
to bring to an end
-
to be accomplished
-
to come to an end
-
to die
-
at the end
-
to come to an end
- περαίνω (to come to an end, end)
- ἀνύω (to come to an end)
- συνανύτω (to come to an end with)
- ὑπολείπω (to fail, come to an end, fails)
- ἀποτελευτάω (to end, in)
- ἀπαλλάσσω (to get off, come off, end)
- ἀποσκήπτω (to fall suddenly, to come to, ending)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- ἔρχομαι (I come, go)
- ἱκνέομαι (to come)
- ἵκω (to come to)
- παραβάλλω (to come n)
- σύνειμι (to come in)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- ἕρπω ( I go or come)
- ἑρπύζω (to go, come)
- ἐκπίπτω (to come out)
- ἀφικνέομαι (to come)
- ἀγρέω (come, come on)
- ἀμείβω (comes on)
- βάσκω ( come, go)
- βλώσκω (come, go)
- ἔξειμι (to go out, come out)
- ἐξικνέομαι (to come to)
- εἰσαφικάνω (to come to)
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- ἐξέρχομαι (to go out, come out )