τελευτάω
α-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
τελευτάω
Structure:
τελευτά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to complete, finish, accomplish, to fulfil an oath, promise, to bring about, end, to be fulfilled, to come to pass, happen
- to bring to an end, to finish, to die, to make an end of, to end life, to die, to die
- to be accomplished
- to come to an end, to end, to come to a, end, issue in, in what
- to die
- at the end, at last, to finish with, at last
- to come to an end
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ τὰ λοιπὰ ἐν ἤθει χρηστᾷ διεξελθὼν τελευτῶν ἐπιτίθησι· (Dionysius of Halicarnassus, chapter 118)
- πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα πρὸσ τούτοισ διεξελθών, ὅσα καὶ κοινῇ καὶ ἰδίᾳ τοῖσ ἐπιφανεστάτοισ αὐτῶν ἐπράχθη κατὰ τοὺσ πολέμουσ λαμπρὰ ἔργα, καὶ ὅσησ αἰσχύνησ ἄξια δράσουσι, καὶ ὡσ καὶ διαβληθήσονται παρὰ τοῖσ Ἕλλησιν, ἐπιλογισάμενοσ καὶ ὅτι πάντοθεν αὐτοῖσ ἐπικουρία τισ ἔσται τὸν ἀγῶνα ποιουμένοισ καὶ παρὰ θεῶν καὶ παρὰ συμμάχων καὶ παρὰ πάντων ἀνθρώπων, οἷσ ἐπίφθονοσ ἡ Θηβαίων δύναμισ αὐξομένη, καὶ τὴν κατέχουσαν ἀκοσμίαν καὶ ταραχὴν τὰσ πόλεισ ἐπιτροπευόντων τῆσ Ἑλλάδοσ Βοιωτῶν ἐπιδειξάμενοσ, τελευτῶν, εἰ καὶ μηθὲν τούτων μέλλοι γίνεσθαι μηδ’ ὑπολείποιτό τισ ἄλλη σωτηρίασ ἐλπίσ, ἐκλιπεῖν κελεύει τὴν πόλιν, διδάσκων αὐτούσ, ὡσ χρὴ παῖδασ μὲν καὶ γυναῖκασ καὶ τὸν ἄλλον ὄχλον εἴσ τε Σικελίαν ἐκπέμψαι καὶ Ἰταλίαν καὶ τἄλλα χωρία τὰ φίλια, αὐτοὺσ δὲ καταλαβομένουσ τόπον, ὅστισ ἂν ὀχυρώτατοσ ᾖ καὶ πρὸσ τὸν πόλεμον ἐπιτηδειότατοσ, ἄγειν καὶ φέρειν τοὺσ πολεμίουσ καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 9 2:4)
- ἴδιοσ δὲ καιρὸσ οὐδεὶσ ἀπενενέμητο τῇ προσρήσει, οὐδὲ ὡσ νῦν μόνοσ ὁ ἑωθινόσ, ὅπου γε καὶ ἐπὶ τῶν ἀπαισίων καὶ ἀπευκτοτάτων ὅμωσ ἐχρῶντο αὐτῇ, ὡσ ὁ τοῦ Εὐριπίδου Πολυνείκησ ἤδη τελευτῶν τὸν βίον, καὶ χαίρετ̓, ἤδη γάρ με περιβάλλει σκότοσ. (Lucian, Pro lapsu inter salutandum 4:6)
- καὶ τελευτῶν δὲ φωνὰσ ἀφῆκεν οὐχ οἱάσ ὁ γενναιότατοσ Ἕκτωρ καὶ προσπίπτων τὸν Ἀχιλλέα καὶ ἱκετεύων ὅπωσ ὁ νεκρὸσ αὐτοῦ τοῖσ οἰκείοισ ἀποδοθῇ, ἀλλ’ οἱάσ εἰκὸσ ἀφεῖναι παράσιτον. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 46:7)
- τοὐντεῦθεν δὲ ἡ μὲν Ἐλπὶσ ἀεὶ προηγείσθω, διαδεξάμεναι δ’ αὐτὸν ἄλλαι γυναῖκεσ, Ἀπάτη καὶ Δουλεία, παραδότωσαν τῷ Πόνῳ, ὁ δὲ πολλὰ τὸν ἄθλιον καταγυμνάσασ τελευτῶν ἐγχειρισάτω αὐτὸν τῷ Γήρᾳ ἤδη ὑπονοσοῦντα καὶ τετραμμένον τὴν χρόαν. (Lucian, De mercede, (no name) 42:7)
Synonyms
-
to complete
-
to bring to an end
-
to be accomplished
-
to come to an end
-
to die
-
at the end
-
to come to an end
- περαίνω (to come to an end, end)
- ἀνύω (to come to an end)
- συνανύτω (to come to an end with)
- ὑπολείπω (to fail, come to an end, fails)
- ἀποτελευτάω (to end, in)
- ἀπαλλάσσω (to get off, come off, end)
- ἀποσκήπτω (to fall suddenly, to come to, ending)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- ἔρχομαι (I come, go)
- ἱκνέομαι (to come)
- ἵκω (to come to)
- παραβάλλω (to come n)
- σύνειμι (to come in)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- ἕρπω ( I go or come)
- ἑρπύζω (to go, come)
- ἐκπίπτω (to come out)
- ἀφικνέομαι (to come)
- ἀγρέω (come, come on)
- ἀμείβω (comes on)
- βάσκω ( come, go)
- βλώσκω (come, go)
- ἔξειμι (to go out, come out)
- ἐξικνέομαι (to come to)
- εἰσαφικάνω (to come to)
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- ἐξέρχομαι (to go out, come out )