συγχέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
συγχέω
Structure:
συγ
(Prefix)
+
χέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to pour together, commingle, confound, to be in confusion
- to make ruinous, destroy, obliterate, demolish
- to confound, trouble
- to confound, make of none effect, frustrate
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὀλισθηραὶ δὲ καὶ συνεχεῖσ αἱ παρὰ τῶν πραγμάτων γινόμεναι μεταβολαί. (Demades, On the Twelve Years, 47:1)
- οἱ μάταιοι γὰρ οὗτοι πόνοι, ὦ Ἀνάχαρσι, καὶ αἱ συνεχεῖσ ἐν τῷ πηλῷ κυβιστήσεισ καὶ αἱ ὕπαιθροι ἐν τῇ ψάμμῳ ταλαιπωρίαι τοῦτο ἡμῖν τὸ ἀμυντήριον παρέχουσι πρὸσ τὰσ τοῦ ἡλίου βολάσ, καὶ οὐκέτι πίλου δεόμεθα ὃσ τὴν ἀκτῖνα κωλύσει καθικνεῖσθαι τῆσ κεφαλῆσ. (Lucian, Anacharsis, (no name) 16:13)
- ἠρέμα οὖν καὶ κατ’ ὀλίγον, ὥσπερ ἐν ἀμυδρῷ τῷ φωτὶ τότε πρῶτον διαβλέπων, ἄρχῃ κατανοεῖν ὡσ αἱ μὲν χρυσαῖ ἐκεῖναι ἐλπίδεσ οὐδὲν ἀλλ’ ἢ φῦσαί τινεσ ἦσαν ἐπίχρυσοι, βαρεῖσ δὲ καὶ ἀληθεῖσ καὶ ἀπαραίτητοι καὶ συνεχεῖσ οἱ πόνοι. (Lucian, De mercede, (no name) 22:1)
- ὧν κατέτρεχε μετὰ καὶ τῶν ἄλλων ὅσοι τι ἐφθέγγοντο Οὐλπιανὸσ ὁ Τύριοσ, ὃσ διὰ τὰσ συνεχεῖσ ζητήσεισ, ἃσ ἀνὰ πᾶσαν ὡρ́αν ποιεῖται ἐν ταῖσ ἀγυιαῖσ, περιπάτοισ, βιβλιοπωλείοισ, βαλανείοισ ἔσχεν ὄνομα τοῦ κυρίου διασημότερον Κειτούκειτοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 2 1:4)
- παρ’ ἡμῖν δὲ συνεχεῖσ οἱ πόλεμοι, καὶ ἢ ἐπελαύνομεν ἄλλοισ ἢ ὑποχωροῦμεν ἐπιόντασ ἢ συμπεσόντεσ ὑπὲρ νομῆσ ἢ λείασ μαχόμεθα, ἔνθα μάλιστα δεῖ φίλων ἀγαθῶν· (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 35:5)
Synonyms
-
to make ruinous
-
to confound
Derived
- ἀμφιχέω (to pour around, to pour or spread over, to be poured or shed around)
- ἀναχέω (to pour forth)
- διαχέω (to pour different ways, to disperse, to cut up)
- ἐγκαταχέω (to pour in besides)
- ἐγχέω (to pour in, to pour in wine, to fill the cup)
- εἰσχέω (to pour in or into, to stream in)
- ἐκπροχέω (to pour forth)
- ἐκχέω (I pour out, I spill, I utter )
- ἐπιπροχέω (to pour forth)
- ἐπιχέω (to pour water over, to pour or shed over, to pour or throw)
- καταχέω (I pour down, on, in)
- παραχέω (to pour in beside, pour in, to heap up on the side)
- παρεκχέω (to pour out by degrees, to overflow)
- περιχέω (to pour round or over, having spread, round)
- προσχέω (to pour to or on)
- προχέω (to pour forth or forward, pouring over)
- συνεκχέω (to pour out together)
- ὑποχέω (to pour, placed under, to pour out;)
- χέω ( I pour, I shed , I smelt)