- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγχέω?

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: syncheō 고전 발음: [슁케오:] 신약 발음: [슁캐오]

기본형: συγχέω

형태분석: συγ (접두사) + χέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 어지럽히다, 혼란에 빠뜨리다, 잘 섞다, 조합하다, 혼합하다
  2. 파괴하다, 헐다, 허물다, 파멸시키다, 죽이다
  3. 괴롭히다, 성가시게 하다, 고생시키다
  4. 혼란에 빠뜨리다, 좌절시키다, 파괴하다, 어지럽히다
  1. to pour together, commingle, confound, to be in confusion
  2. to make ruinous, destroy, obliterate, demolish
  3. to confound, trouble
  4. to confound, make of none effect, frustrate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σύγχω

(나는) 어지럽힌다

σύγχεις

(너는) 어지럽힌다

σύγχει

(그는) 어지럽힌다

쌍수 σύγχειτον

(너희 둘은) 어지럽힌다

σύγχειτον

(그 둘은) 어지럽힌다

복수 σύγχουμεν

(우리는) 어지럽힌다

σύγχειτε

(너희는) 어지럽힌다

σύγχουσι(ν)

(그들은) 어지럽힌다

접속법단수 σύγχω

(나는) 어지럽히자

σύγχῃς

(너는) 어지럽히자

σύγχῃ

(그는) 어지럽히자

쌍수 σύγχητον

(너희 둘은) 어지럽히자

σύγχητον

(그 둘은) 어지럽히자

복수 σύγχωμεν

(우리는) 어지럽히자

σύγχητε

(너희는) 어지럽히자

σύγχωσι(ν)

(그들은) 어지럽히자

기원법단수 σύγχοιμι

(나는) 어지럽히기를 (바라다)

σύγχοις

(너는) 어지럽히기를 (바라다)

σύγχοι

(그는) 어지럽히기를 (바라다)

쌍수 σύγχοιτον

(너희 둘은) 어지럽히기를 (바라다)

συγχοίτην

(그 둘은) 어지럽히기를 (바라다)

복수 σύγχοιμεν

(우리는) 어지럽히기를 (바라다)

σύγχοιτε

(너희는) 어지럽히기를 (바라다)

σύγχοιεν

(그들은) 어지럽히기를 (바라다)

명령법단수 σύγχει

(너는) 어지럽혀라

συγχεῖτω

(그는) 어지럽혀라

쌍수 σύγχειτον

(너희 둘은) 어지럽혀라

συγχεῖτων

(그 둘은) 어지럽혀라

복수 σύγχειτε

(너희는) 어지럽혀라

συγχοῦντων, συγχεῖτωσαν

(그들은) 어지럽혀라

부정사 σύγχειν

어지럽히는 것

분사 남성여성중성
συγχων

συγχουντος

συγχουσα

συγχουσης

συγχουν

συγχουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σύγχουμαι

(나는) 어지럽는다

σύγχει, σύγχῃ

(너는) 어지럽는다

σύγχειται

(그는) 어지럽는다

쌍수 σύγχεισθον

(너희 둘은) 어지럽는다

σύγχεισθον

(그 둘은) 어지럽는다

복수 συγχοῦμεθα

(우리는) 어지럽는다

σύγχεισθε

(너희는) 어지럽는다

σύγχουνται

(그들은) 어지럽는다

접속법단수 σύγχωμαι

(나는) 어지럽자

σύγχῃ

(너는) 어지럽자

σύγχηται

(그는) 어지럽자

쌍수 σύγχησθον

(너희 둘은) 어지럽자

σύγχησθον

(그 둘은) 어지럽자

복수 συγχώμεθα

(우리는) 어지럽자

σύγχησθε

(너희는) 어지럽자

σύγχωνται

(그들은) 어지럽자

기원법단수 συγχοίμην

(나는) 어지럽기를 (바라다)

σύγχοιο

(너는) 어지럽기를 (바라다)

σύγχοιτο

(그는) 어지럽기를 (바라다)

쌍수 σύγχοισθον

(너희 둘은) 어지럽기를 (바라다)

συγχοίσθην

(그 둘은) 어지럽기를 (바라다)

복수 συγχοίμεθα

(우리는) 어지럽기를 (바라다)

σύγχοισθε

(너희는) 어지럽기를 (바라다)

σύγχοιντο

(그들은) 어지럽기를 (바라다)

명령법단수 σύγχου

(너는) 어지러워라

συγχεῖσθω

(그는) 어지러워라

쌍수 σύγχεισθον

(너희 둘은) 어지러워라

συγχεῖσθων

(그 둘은) 어지러워라

복수 σύγχεισθε

(너희는) 어지러워라

συγχεῖσθων, συγχεῖσθωσαν

(그들은) 어지러워라

부정사 σύγχεισθαι

어지럽는 것

분사 남성여성중성
συγχουμενος

συγχουμενου

συγχουμενη

συγχουμενης

συγχουμενον

συγχουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνε῀χουν

(나는) 어지럽히고 있었다

συνε῀χεις

(너는) 어지럽히고 있었다

συνε῀χει(ν)

(그는) 어지럽히고 있었다

쌍수 συνέχειτον

(너희 둘은) 어지럽히고 있었다

συνεχεῖτην

(그 둘은) 어지럽히고 있었다

복수 συνέχουμεν

(우리는) 어지럽히고 있었다

συνέχειτε

(너희는) 어지럽히고 있었다

συνε῀χουν

(그들은) 어지럽히고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεχοῦμην

(나는) 어지럽고 있었다

συνέχου

(너는) 어지럽고 있었다

συνέχειτο

(그는) 어지럽고 있었다

쌍수 συνέχεισθον

(너희 둘은) 어지럽고 있었다

συνεχεῖσθην

(그 둘은) 어지럽고 있었다

복수 συνεχοῦμεθα

(우리는) 어지럽고 있었다

συνέχεισθε

(너희는) 어지럽고 있었다

συνέχουντο

(그들은) 어지럽고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ μετὰ τοῦ αὐλοῦ καὶ τῶν στεφάνων ἐπιστὰς τὰ μὲν πρῶτα ἐβόα καὶ συγχεῖν ἡμῶν ἐπειρᾶτο τὴν συνουσίαν ἐπιταράξας τῇ βοῇ: (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 17:5)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 17:5)

  • ἀλλ ἐοίκας ἅπαντα συγχεῖν προαιρεῖσθαι. (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 12:2)

    (루키아노스, Juppiter confuatus, (no name) 12:2)

  • ἀλλ εἴ σοι δέδοκται τοὺς νόμους καταλύειν, τὰ δὲ δίκαια συγχεῖν καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν ἀφαιρεῖσθαι, μηκέτι τὴν ὀνειδιζομένην ὑμῖν ἀρνοῦ τυραννίδα, ἀλλὰ τὸν ἐμὸν ἀποκόψας τράχηλον ταύτην τε ἀπαγαγεῖν, ὅπου σοι δοκεῖ, καὶ τὰς ἄλλας παρθένους καὶ γυναῖκας, ἵνα δὴ μάθωσιν ἤδη ποτὲ Ῥωμαῖοι δοῦλοι γεγονότες ἀντ ἐλευθέρων, καὶ μηδὲν ἔτι μεῖζον φρονῶσι τῆς τύχης. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 31 6:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 31 6:1)

  • οὗτος ἐκ παρασκευῆς διεξῆλθε λόγον κατὰ τῶν δημοτικῶν, πάνθ ὅσα ἔδοξε πώποτε ἐναντία τοῖς καλοῖς καὶ πατρίοις ἐθισμοῖς ὑπομιμνήσκων, οὗ κεφάλαιον ἦν, εἰς ὃ κατέσκηπτεν ἡ γνώμη, μηδεμίαν ἀποδιδόναι τῇ βουλῇ διάγνωσιν ὑπὲρ τοῦ νόμου τοὺς ὑπάτους, μήτ ἐν τῷ παρόντι χρόνῳ μήθ ὕστερον, ὡς ἐπὶ καταλύσει τῆς ἀριστοκρατίας εἰσφερομένου καὶ συγχεῖν μέλλοντος ἅπαντα τὸν κόσμον τῆς πολιτείας. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 60 3:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 60 3:1)

  • τί δ ἄλλο τὸ συγχεῖν ἢ ὅταν ἑξῆς οὑτωσὶ πάντα τἀναντία τῶν ἐν τοῖς νόμοις τις γεγραμμένων γράφῃ· (Demosthenes, Speeches 21-30, 89:5)

    (데모스테네스, Speeches 21-30, 89:5)

유의어

  1. 파괴하다

  2. 괴롭히다

관련어

명사

형용사

동사

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION