Ancient Greek-English Dictionary Language

συγχύνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συγχύνω

Structure: συγ (Prefix) + χύν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to confound

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγχύνω συγχύνεις συγχύνει
Dual συγχύνετον συγχύνετον
Plural συγχύνομεν συγχύνετε συγχύνουσιν*
SubjunctiveSingular συγχύνω συγχύνῃς συγχύνῃ
Dual συγχύνητον συγχύνητον
Plural συγχύνωμεν συγχύνητε συγχύνωσιν*
OptativeSingular συγχύνοιμι συγχύνοις συγχύνοι
Dual συγχύνοιτον συγχυνοίτην
Plural συγχύνοιμεν συγχύνοιτε συγχύνοιεν
ImperativeSingular συγχύνε συγχυνέτω
Dual συγχύνετον συγχυνέτων
Plural συγχύνετε συγχυνόντων, συγχυνέτωσαν
Infinitive συγχύνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγχυνων συγχυνοντος συγχυνουσα συγχυνουσης συγχυνον συγχυνοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγχύνομαι συγχύνει, συγχύνῃ συγχύνεται
Dual συγχύνεσθον συγχύνεσθον
Plural συγχυνόμεθα συγχύνεσθε συγχύνονται
SubjunctiveSingular συγχύνωμαι συγχύνῃ συγχύνηται
Dual συγχύνησθον συγχύνησθον
Plural συγχυνώμεθα συγχύνησθε συγχύνωνται
OptativeSingular συγχυνοίμην συγχύνοιο συγχύνοιτο
Dual συγχύνοισθον συγχυνοίσθην
Plural συγχυνοίμεθα συγχύνοισθε συγχύνοιντο
ImperativeSingular συγχύνου συγχυνέσθω
Dual συγχύνεσθον συγχυνέσθων
Plural συγχύνεσθε συγχυνέσθων, συγχυνέσθωσαν
Infinitive συγχύνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγχυνομενος συγχυνομενου συγχυνομενη συγχυνομενης συγχυνομενον συγχυνομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to confound

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION