Ancient Greek-English Dictionary Language

σημαίνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σημαίνω σημανῶ ἐσήμηνα σεσήμαγκα σεσήμασμαι ἐσημάνθην

Structure: σημαίν (Stem) + ω (Ending)

Etym.: sh=ma

Sense

  1. I show, point out, indicate
  2. I sign, signal
  3. Ι predict, portend
  4. (later prose) I appear

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σημαίνω σημαίνεις σημαίνει
Dual σημαίνετον σημαίνετον
Plural σημαίνομεν σημαίνετε σημαίνουσιν*
SubjunctiveSingular σημαίνω σημαίνῃς σημαίνῃ
Dual σημαίνητον σημαίνητον
Plural σημαίνωμεν σημαίνητε σημαίνωσιν*
OptativeSingular σημαίνοιμι σημαίνοις σημαίνοι
Dual σημαίνοιτον σημαινοίτην
Plural σημαίνοιμεν σημαίνοιτε σημαίνοιεν
ImperativeSingular σήμαινε σημαινέτω
Dual σημαίνετον σημαινέτων
Plural σημαίνετε σημαινόντων, σημαινέτωσαν
Infinitive σημαίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
σημαινων σημαινοντος σημαινουσα σημαινουσης σημαινον σημαινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σημαίνομαι σημαίνει, σημαίνῃ σημαίνεται
Dual σημαίνεσθον σημαίνεσθον
Plural σημαινόμεθα σημαίνεσθε σημαίνονται
SubjunctiveSingular σημαίνωμαι σημαίνῃ σημαίνηται
Dual σημαίνησθον σημαίνησθον
Plural σημαινώμεθα σημαίνησθε σημαίνωνται
OptativeSingular σημαινοίμην σημαίνοιο σημαίνοιτο
Dual σημαίνοισθον σημαινοίσθην
Plural σημαινοίμεθα σημαίνοισθε σημαίνοιντο
ImperativeSingular σημαίνου σημαινέσθω
Dual σημαίνεσθον σημαινέσθων
Plural σημαίνεσθε σημαινέσθων, σημαινέσθωσαν
Infinitive σημαίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
σημαινομενος σημαινομενου σημαινομενη σημαινομενης σημαινομενον σημαινομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σημανῶ σημανεῖς σημανεῖ
Dual σημανεῖτον σημανεῖτον
Plural σημανοῦμεν σημανεῖτε σημανοῦσιν*
OptativeSingular σημανοῖμι σημανοῖς σημανοῖ
Dual σημανοῖτον σημανοίτην
Plural σημανοῖμεν σημανοῖτε σημανοῖεν
Infinitive σημανεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
σημανων σημανουντος σημανουσα σημανουσης σημανουν σημανουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σημανοῦμαι σημανεῖ, σημανῇ σημανεῖται
Dual σημανεῖσθον σημανεῖσθον
Plural σημανούμεθα σημανεῖσθε σημανοῦνται
OptativeSingular σημανοίμην σημανοῖο σημανοῖτο
Dual σημανοῖσθον σημανοίσθην
Plural σημανοίμεθα σημανοῖσθε σημανοῖντο
Infinitive σημανεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
σημανουμενος σημανουμενου σημανουμενη σημανουμενης σημανουμενον σημανουμενου
Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σημανθήσομαι σημανθήσῃ σημανθήσεται
Dual σημανθήσεσθον σημανθήσεσθον
Plural σημανθησόμεθα σημανθήσεσθε σημανθήσονται
OptativeSingular σημανθησοίμην σημανθήσοιο σημανθήσοιτο
Dual σημανθήσοισθον σημανθησοίσθην
Plural σημανθησοίμεθα σημανθήσοισθε σημανθήσοιντο
Infinitive σημανθήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
σημανθησομενος σημανθησομενου σημανθησομενη σημανθησομενης σημανθησομενον σημανθησομενου

Imperfect tense

Aorist tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐσήμηνα ἐσήμηνας ἐσήμηνεν*
Dual ἐσημήνατον ἐσημηνάτην
Plural ἐσημήναμεν ἐσημήνατε ἐσήμηναν
SubjunctiveSingular σημήνω σημήνῃς σημήνῃ
Dual σημήνητον σημήνητον
Plural σημήνωμεν σημήνητε σημήνωσιν*
OptativeSingular σημήναιμι σημήναις σημήναι
Dual σημήναιτον σημηναίτην
Plural σημήναιμεν σημήναιτε σημήναιεν
ImperativeSingular σήμηνον σημηνάτω
Dual σημήνατον σημηνάτων
Plural σημήνατε σημηνάντων
Infinitive σημήναι
Participle MasculineFeminineNeuter
σημηνᾱς σημηναντος σημηνᾱσα σημηνᾱσης σημηναν σημηναντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐσημηνάμην ἐσημήνω ἐσημήνατο
Dual ἐσημήνασθον ἐσημηνάσθην
Plural ἐσημηνάμεθα ἐσημήνασθε ἐσημήναντο
SubjunctiveSingular σημήνωμαι σημήνῃ σημήνηται
Dual σημήνησθον σημήνησθον
Plural σημηνώμεθα σημήνησθε σημήνωνται
OptativeSingular σημηναίμην σημήναιο σημήναιτο
Dual σημήναισθον σημηναίσθην
Plural σημηναίμεθα σημήναισθε σημήναιντο
ImperativeSingular σήμηναι σημηνάσθω
Dual σημήνασθον σημηνάσθων
Plural σημήνασθε σημηνάσθων
Infinitive σημήνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
σημηναμενος σημηναμενου σημηναμενη σημηναμενης σημηναμενον σημηναμενου
Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐσημάνθην ἐσημάνθης ἐσημάνθη
Dual ἐσημάνθητον ἐσημανθήτην
Plural ἐσημάνθημεν ἐσημάνθητε ἐσημάνθησαν
SubjunctiveSingular σημανθῶ σημανθῇς σημανθῇ
Dual σημανθῆτον σημανθῆτον
Plural σημανθῶμεν σημανθῆτε σημανθῶσιν*
OptativeSingular σημανθείην σημανθείης σημανθείη
Dual σημανθείητον σημανθειήτην
Plural σημανθείημεν σημανθείητε σημανθείησαν
ImperativeSingular σημάνθητι σημανθήτω
Dual σημάνθητον σημανθήτων
Plural σημάνθητε σημανθέντων
Infinitive σημανθῆναι
Participle MasculineFeminineNeuter
σημανθεις σημανθεντος σημανθεισα σημανθεισης σημανθεν σημανθεντος

Perfect tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σεσήμαγκα σεσήμαγκας σεσήμαγκεν*
Dual σεσημάγκατον σεσημάγκατον
Plural σεσημάγκαμεν σεσημάγκατε σεσημάγκᾱσιν*
SubjunctiveSingular σεσημάγκω σεσημάγκῃς σεσημάγκῃ
Dual σεσημάγκητον σεσημάγκητον
Plural σεσημάγκωμεν σεσημάγκητε σεσημάγκωσιν*
OptativeSingular σεσημάγκοιμι σεσημάγκοις σεσημάγκοι
Dual σεσημάγκοιτον σεσημαγκοίτην
Plural σεσημάγκοιμεν σεσημάγκοιτε σεσημάγκοιεν
ImperativeSingular σεσήμαγκε σεσημαγκέτω
Dual σεσημάγκετον σεσημαγκέτων
Plural σεσημάγκετε σεσημαγκόντων
Infinitive σεσημαγκέναι
Participle MasculineFeminineNeuter
σεσημαγκως σεσημαγκοντος σεσημαγκυῑα σεσημαγκυῑᾱς σεσημαγκον σεσημαγκοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σεσήμασμαι σεσήμασαι σεσήμασται
Dual σεσήμασθον σεσήμασθον
Plural σεσημάσμεθα σεσήμασθε σεσημάσαται
ImperativeSingular σεσήμασο σεσημάσθω
Dual σεσήμασθον σεσημάσθων
Plural σεσήμασθε σεσημάσθων
Infinitive σεσήμασθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
σεσημασμενος σεσημασμενου σεσημασμενη σεσημασμενης σεσημασμενον σεσημασμενου

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. I show

  2. I sign

  3. I appear

Related

Derived

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION