σημαίνω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
σημαίνω
σημανῶ
ἐσήμηνα
σεσήμαγκα
σεσήμασμαι
ἐσημάνθην
Structure:
σημαίν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I show, point out, indicate
- I sign, signal
- Ι predict, portend
- (later prose) I appear
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τοὺσ φιλοδόξουσ, καθάπερ τοὺσ φιλογύνασ γυναικομανεῖσ καὶ τοὺσ φιλόρνιθασ ὀρνιθομανεῖσ, τὸ αὐτὸ σημαινόντων τῶν ὀνομάτων τούτων, ὥστε καὶ τὰ λοιπὰ μὴ ἀλλοτρίωσ καλεῖσθαι τὸν τρόπον τοῦτον, καὶ γὰρ ὁ φίλοψοσ καὶ ὁ ὀψοφάγοσ οἱο͂ν ὀψομανήσ ἐστι καὶ ὁ φίλοινοσ οἰνομανὴσ καὶ ὡσαύτωσ ἐπὶ τῶν ὁμοίων, οὐκ ἀλλοτρίωσ τῆσ μανίασ κειμένησ ἐπ’ αὐτοῖσ ὡσ ἁμαρτάνουσι μανικῶσ καὶ τῆσ ἀληθείασ ἐπὶ πλεῖον ἀπαρτωμένοισ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 12 1:1)
- τὸ γὰρ μὴ ἓν σημαίνειν οὐθὲν σημαίνειν ἐστίν, μὴ σημαινόντων δὲ τῶν ὀνομάτων ἀνῄρηται τὸ διαλέγεσθαι πρὸσ ἀλλήλουσ, κατὰ δὲ τὴν ἀλήθειαν καὶ πρὸσ αὑτόν· (Aristotle, Metaphysics, Book 4 72:3)
- ἐπεὶ δὲ θορύβου τε ᾔσθετο καὶ σημαινόντων ἀλλήλοισ τῶν περὶ Σεύθην, κατέμαθεν ὅτι τούτου ἕνεκα τὰ πυρὰ κεκαυμένα εἰή τῷ Σεύθῃ πρὸ τῶν νυκτοφυλάκων, ὅπωσ οἱ μὲν φύλακεσ μὴ ὁρῷντο ἐν τῷ σκότει ὄντεσ μήτε ὁπόσοι μήτε ὅπου εἰε͂ν, οἱ δὲ προσιόντεσ μὴ λανθάνοιεν, ἀλλὰ διὰ τὸ φῶσ καταφανεῖσ εἰε͂ν· (Xenophon, Anabasis, , chapter 2 24:3)
- διὸ καὶ τοῖσ Ἰσείοισ προπορεύεσθαι τοὺσ κύνασ κατὰ τὴν πομπήν, τῶν καταδειξάντων τοῦτο τὸ νόμιμον σημαινόντων τὴν παλαιὰν τοῦ ζῴου χάριν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 87 3:2)
- γράμμασί τε αὐτοὺσ χρῆσθαι κατὰ μὲν τὴν δύναμιν τῶν σημαινόντων εἴκοσι καὶ ὀκτὼ τὸν ἀριθμόν, κατὰ δὲ τοὺσ χαρακτῆρασ ἑπτά, ὧν ἕκαστον τετραχῶσ μετασχηματίζεσθαι. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 57 4:1)
Synonyms
-
I show
-
I sign
-
I appear
Derived
- ἀποσημαίνω (to give notice by signs, give notice, to give a sign)
- διασημαίνω (to mark out, point out clearly, to beckon)
- ἐκσημαίνω (to disclose, indicate)
- ἐναποσημαίνω (to indicate or point out in)
- ἐπισημαίνω (to set a mark upon, to have a mark set on one, to indicate)
- κατασημαίνω (to seal up, to have, sealed up)
- προσημαίνω (to presignify, foretell, announce)
- προσσημαίνω (to connote)
- συσσημαίνομαι (to join in singing)
- ὑποσημαίνω (to give secret signs of, to indicate or intimate, to make signal)