ῥυθμός
2군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ῥυθμός
ῥυθμοῦ
형태분석:
ῥυθμ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 리듬, 박자, 시간
- 비율, 대칭, 측정, 측량
- 명령, 지시, 비율, 순서
- 정부, 사정, 현상
- 형태, 모양, 형상
- 방법, 패션, 구석
- a repeating, regular motion, vibration
- measured motion, rhythm
- measure, proportion, symmetry
- proportion, arrangement, order
- state, condition
- form, shape
- manner, fashion
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τὸ γὰρ τῆσ τε ἁρμονίασ τὸ ἀκριβέστατον διαφυλάττειν, ὡσ μὴ παραβαίνειν τι τοῦ ῥυθμοῦ, ἀλλ’ εὐκαίρῳ τῇ ἄρσει καὶ θέσει διαμεμετρῆσθαι τὸ ᾆσμα καὶ συνῳδὸν εἶναι τὴν κιθάραν καὶ ὁμοχρονεῖν τῇ γλώττῃ τὸ πλῆκτρον, καὶ τὸ εὐαφὲσ τῶν δακτύλων καὶ τὸ εὐκαμπὲσ τῶν μελῶν, πόθεν ἂν ταῦτα ὑπῆρχε τῷ Θρᾳκὶ ἐκείνῳ καὶ τῷ ἀνὰ τὸν Κιθαιρῶνα μεταξὺ βουκολοῦντι καὶ κιθαρίζειν μελετῶντι; (Lucian, Imagines, (no name) 14:2)
(루키아노스, Imagines, (no name) 14:2)
- τὸ γὰρ καὶ μετὰ μουσικῆσ καὶ ῥυθμοῦ ταῦτα πάντα ποιεῖν οὐ ψόγοσ ἂν αὐτῆσ ἀλλ’ ἔπαινοσ μᾶλλον εἰή. (Lucian, De saltatione, (no name) 6:2)
(루키아노스, De saltatione, (no name) 6:2)
- καὶ γὰρ οὐκ οἶδ’ ὅπωσ ἐπλήγην ὑπὸ τοῦ ῥυθμοῦ τῶν ὀνομάτων. (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 20:12)
(루키아노스, Vitarum auctio, (no name) 20:12)
- τότε γὰρ αὐτοῖσ πολυώνυμοσ γινόμενοσ ὑπερείδεισ τὸ πῖπτον τοῦ μέτρου καὶ ἀναπληροῖσ τὸ κεχηνὸσ τοῦ ῥυθμοῦ ‐ ποῦ σοι νῦν ἡ ἐρισμάραγοσ ἀστραπὴ καὶ ἡ βαρύβρομοσ βροντὴ καὶ ὁ αἰθαλόεισ καὶ ἀργήεισ καὶ σμερδαλέοσ κεραυνόσ; (Lucian, Timon, (no name) 1:2)
(루키아노스, Timon, (no name) 1:2)
- τοῦ δὲ τρίτου τούτου ῥυθμοῦ διττὸσ ὁ τρόποσ· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 177)
(디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 177)
- δἰ ἑαυτῶν γὰρ τὰ στοιχεῖα μεθαρμοζόμενα, ὥσπερ ἐν ψαλτηρίῳ φθόγγοι τοῦ ρυθμοῦ τὸ ὄνομα διαλλάσσουσι, πάντοτε μένοντα ἤχῳ, ὅπερ ἐστὶν εἰκάσαι ἐκ τῆσ τῶν γεγονότων ὄψεωσ ἀκριβῶσ. (Septuagint, Liber Sapientiae 19:18)
(70인역 성경, 지혜서 19:18)
유의어
-
리듬
-
비율
-
명령
-
정부
- σχέσις (정부, 사정, 현상)
- πρᾶξις (정부, 사정, 현상)
- πάθος (정부, 사정, 현상)
- κατάστημα (a condition or state)
- κατάστασις (정부, 사정, 현상)
- πονηρία (저질, 나쁜 상태, 불량)
- κατασκευή (사정, 특별, 모양)
- ἀντιστοιχίᾱ (the state or condition of standing opposite in pairs)
- ὑγίεια (건강, 건전, 견실)
-
형태
-
방법