Ancient Greek-English Dictionary Language

πλησιάζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πλησιάζω

Structure: πλησιάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: plhsi/os

Sense

  1. to bring near, to come near, approach
  2. to be near, to draw near to, approach
  3. to be always near, to consort or associate with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πλησιάζω πλησιάζεις πλησιάζει
Dual πλησιάζετον πλησιάζετον
Plural πλησιάζομεν πλησιάζετε πλησιάζουσιν*
SubjunctiveSingular πλησιάζω πλησιάζῃς πλησιάζῃ
Dual πλησιάζητον πλησιάζητον
Plural πλησιάζωμεν πλησιάζητε πλησιάζωσιν*
OptativeSingular πλησιάζοιμι πλησιάζοις πλησιάζοι
Dual πλησιάζοιτον πλησιαζοίτην
Plural πλησιάζοιμεν πλησιάζοιτε πλησιάζοιεν
ImperativeSingular πλησίαζε πλησιαζέτω
Dual πλησιάζετον πλησιαζέτων
Plural πλησιάζετε πλησιαζόντων, πλησιαζέτωσαν
Infinitive πλησιάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
πλησιαζων πλησιαζοντος πλησιαζουσα πλησιαζουσης πλησιαζον πλησιαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πλησιάζομαι πλησιάζει, πλησιάζῃ πλησιάζεται
Dual πλησιάζεσθον πλησιάζεσθον
Plural πλησιαζόμεθα πλησιάζεσθε πλησιάζονται
SubjunctiveSingular πλησιάζωμαι πλησιάζῃ πλησιάζηται
Dual πλησιάζησθον πλησιάζησθον
Plural πλησιαζώμεθα πλησιάζησθε πλησιάζωνται
OptativeSingular πλησιαζοίμην πλησιάζοιο πλησιάζοιτο
Dual πλησιάζοισθον πλησιαζοίσθην
Plural πλησιαζοίμεθα πλησιάζοισθε πλησιάζοιντο
ImperativeSingular πλησιάζου πλησιαζέσθω
Dual πλησιάζεσθον πλησιαζέσθων
Plural πλησιάζεσθε πλησιαζέσθων, πλησιαζέσθωσαν
Infinitive πλησιάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πλησιαζομενος πλησιαζομενου πλησιαζομενη πλησιαζομενης πλησιαζομενον πλησιαζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • θέλεισ διηγήσομαι ἃ πρῴην ἤκουσα ὑπὲρ φιλοσοφίασ τινὸσ λέγοντοσ ἀνδρὸσ πάνυ γεγηρακότοσ, ᾧ πάμπολλοι τῶν νέων ἐπὶ σοφίᾳ πλησιάζουσιν; (Lucian, 166:1)
  • ὅταν δὲ τούτων ἀπολαύσωσιν, αὖθισ νεανίσκουσ ἀκμάζοντασ, οἳ πλησιάζουσιν αὐτοὶ ἐκείνοισ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 14 3:3)
  • τῇ γὰρ Θηβαί̈δι καὶ οὗτοι πλησιάζουσιν· (Strabo, Geography, book 1, chapter 2 68:18)
  • Οἱ δὲ Τεκτόσαγεσ καλούμενοι τῇ Πυρήνῃ πλησιάζουσιν, ἐφάπτονται δὲ μικρὰ καὶ τοῦ προσαρκτίου πλευροῦ τῶν Κεμμένων, πολύχρυσόν τε νέμονται γῆν. (Strabo, Geography, book 4, chapter 1 25:1)
  • πᾶσαι δ’ ἀλλήλαισ πλησιάζουσιν ἐν εἴκοσι σταδίων περιεχόμεναι διαστήματι· (Strabo, Geography, Book 13, chapter 1 71:5)

Synonyms

  1. to bring near

  2. to be near

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION