Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀντιπροσφέρω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀντιπροσφέρω

Structure: ἀντιπροσφέρ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to bring near in turn

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντιπροσφέρω ἀντιπροσφέρεις ἀντιπροσφέρει
Dual ἀντιπροσφέρετον ἀντιπροσφέρετον
Plural ἀντιπροσφέρομεν ἀντιπροσφέρετε ἀντιπροσφέρουσιν*
SubjunctiveSingular ἀντιπροσφέρω ἀντιπροσφέρῃς ἀντιπροσφέρῃ
Dual ἀντιπροσφέρητον ἀντιπροσφέρητον
Plural ἀντιπροσφέρωμεν ἀντιπροσφέρητε ἀντιπροσφέρωσιν*
OptativeSingular ἀντιπροσφέροιμι ἀντιπροσφέροις ἀντιπροσφέροι
Dual ἀντιπροσφέροιτον ἀντιπροσφεροίτην
Plural ἀντιπροσφέροιμεν ἀντιπροσφέροιτε ἀντιπροσφέροιεν
ImperativeSingular ἀντιπρόσφερε ἀντιπροσφερέτω
Dual ἀντιπροσφέρετον ἀντιπροσφερέτων
Plural ἀντιπροσφέρετε ἀντιπροσφερόντων, ἀντιπροσφερέτωσαν
Infinitive ἀντιπροσφέρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντιπροσφερων ἀντιπροσφεροντος ἀντιπροσφερουσα ἀντιπροσφερουσης ἀντιπροσφερον ἀντιπροσφεροντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντιπροσφέρομαι ἀντιπροσφέρει, ἀντιπροσφέρῃ ἀντιπροσφέρεται
Dual ἀντιπροσφέρεσθον ἀντιπροσφέρεσθον
Plural ἀντιπροσφερόμεθα ἀντιπροσφέρεσθε ἀντιπροσφέρονται
SubjunctiveSingular ἀντιπροσφέρωμαι ἀντιπροσφέρῃ ἀντιπροσφέρηται
Dual ἀντιπροσφέρησθον ἀντιπροσφέρησθον
Plural ἀντιπροσφερώμεθα ἀντιπροσφέρησθε ἀντιπροσφέρωνται
OptativeSingular ἀντιπροσφεροίμην ἀντιπροσφέροιο ἀντιπροσφέροιτο
Dual ἀντιπροσφέροισθον ἀντιπροσφεροίσθην
Plural ἀντιπροσφεροίμεθα ἀντιπροσφέροισθε ἀντιπροσφέροιντο
ImperativeSingular ἀντιπροσφέρου ἀντιπροσφερέσθω
Dual ἀντιπροσφέρεσθον ἀντιπροσφερέσθων
Plural ἀντιπροσφέρεσθε ἀντιπροσφερέσθων, ἀντιπροσφερέσθωσαν
Infinitive ἀντιπροσφέρεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντιπροσφερομενος ἀντιπροσφερομενου ἀντιπροσφερομενη ἀντιπροσφερομενης ἀντιπροσφερομενον ἀντιπροσφερομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to bring near in turn

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION