Ancient Greek-English Dictionary Language

ὁμαλός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὁμαλός ὁμαλή ὁμαλόν

Structure: ὁμαλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: o(mo/s

Sense

  1. even, level, level
  2. on a level, equal, with an equal, on a level with, equal
  3. of the average sort, an ordinary sort of
  4. evenly, in an even line
  5. alike

Examples

  • τοῖχοιλεῖοι, ὁμαλοὶ, μηδ’ ὑπερίσχοντεσ, μηδὲ ἄχναισ μηδὲ γραφῇσι εὔκοσμοι· ἐρεθιστικὸν γὰρ τοιχογραφίη. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 5)
  • εἴθ’ ὁμαλοὶ πνεύσειαν ἐπ’ ἀμφοτέροισιν Ἔρωτεσ νῶιν, ἐπεσσομένοισ δὲ γενοίμεθα πᾶσιν ἀοιδά. (Theocritus, Idylls, 5)
  • οὐδεὶσ κακοεργὸσ δαλεῖται τὸν ἰόντα παρέρπων Αἰγυπτιστί, οἱᾶ πρὶν ἐξ ἀπάτασ κεκροτημένοι ἄνδρεσ ἔπαισδον, ἀλλάλοισ ὁμαλοί, κακὰ παίγνια, πάντεσ ἐρειοί. (Theocritus, Idylls, 63)
  • λῷστε Προμαθεῦ, ἔντι καὶ ἄνθρωποι τὶν ὁμαλοὶ σοφίαν. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 3522)
  • Πυρετῷ λυγγώδει, ὀπὸν σιλφίου, ὀξύμελι, δαῦκον τρίψασ, πιεῖν δίδου, καὶ χαλβάνην ἐν μέλιτι, καὶ κύμινον ἐκλεικτικὸν, καὶ χυλὸν πτισάνησ ἐπὶ τουτέοισι Ῥοφέειν‧ ἄφυκτοσ δὲ ὁ τοιοῦτοσ, ἢν μὴ ἱδρῶτεσ κριτικοὶ καὶ ὕπνοι ὁμαλοὶ ἐπιγένωνται, καὶ οὖρα παχέα καὶ δριμέα καταδράμῃ, ἢ ἐσ ἀπόστασιν στηρίζῃ‧ κόκκαλοσ καὶ σμύρνα ἐκλεικτόν‧ πίνειν δὲ τούτοισι διδόναι ὀξύμελι ὡσ ἐλάχιστον‧ ἢν δὲ διψώδεεσ ἐώσι σφόδρα, τοῦ κριθίνου ὕδατοσ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 10.9)

Synonyms

  1. even

  2. on a level

  3. alike

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION