μέλας?
First/Third declension Adjective;
자동번역
Transliteration: melas
Principal Part:
μέλας
μέλαινα
μέλαν
Structure:
μελαν
(Stem)
+
ς
(Ending)
Etym.: cf. τάλας, the only word like it in form
Sense
- dark, black
- (figuratively) evil, black, dark
- (figuratively) dark, obscure
- (of the voice) indistinct
- (medicine) causing black secretions
Declension
First/Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐὰν δὲ ἐνώπιον μείνῃ ἐπὶ χώρας τὸ θραῦσμα, καὶ θρὶξ μέλαινα ἀνατείλῃ ἐν αὐτῷ, ὑγίακε τὸ θραῦσμα. καθαρός ἐστι, καὶ καθαριεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεύς. (Septuagint, Liber Leviticus 13:37)
- κεφαλὴ αὐτοῦ χρυσίον καιφάζ, βόστρυχοι αὐτοῦ ἐλάται, μέλανες ὡς κόραξ. (Septuagint, Canticum Canticorum 5:11)
- ἐν τῷ ἅρματι τῷ πρώτῳ ἵπποι πυρροί, καὶ ἐν τῷ ἅρματι τῷ δευτέρῳ ἵπποι μέλανες. (Septuagint, Prophetia Zachariae 6:2)
- ἐν ᾧ ἦσαν οἱ ἵπποι οἱ μέλανες, ἐξεπορεύοντο ἐπὶ γῆν βορρᾶ, καὶ οἱ λευκοὶ ἐξεπορεύοντο κατόπισθεν αὐτῶν, καὶ οἱ ποικίλοι ἐξεπορεύοντο ἐπὶ γῆν νότου, (Septuagint, Prophetia Zachariae 6:6)
- ὅτε τὸν Ὀρφέα διεσπάσαντο αἱ Θρᾷτται, φασὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ σὺν τῇ λύρᾳ εἰς τὸν Ἕβρον ἐμπεσοῦσαν ἐκβληθῆναι εἰς τὸν μέλανα κόλπον, καὶ ἐπιπλεῖν γε τὴν κεφαλὴν τῇ λύρᾳ, τὴν μὲν ᾄδουσαν θρῆνόν τινα ἐπὶ τῷ Ὀρφεῖ, ὡς λόγος,^ τὴν λύραν δὲ αὐτὴν ὑπηχεῖν τῶν ἀνέμων ἐμπιπτόντων ταῖς χορδαῖς, καὶ οὕτω μετ ᾠδῆς προσενεχθῆναι τῇ Λέσβῳ, κἀκείνους ἀνελομένους τὴν μὲν κεφαλὴν καταθάψαι ἵναπερ νῦν τὸ Βακχεῖον αὐτοῖς ἐστι, τὴν λύραν δὲ ἀναθεῖναι εἰς τοῦ Ἀπόλλωνος τὸ ἱερόν, καὶ ἐπὶ πολύ γε σώζεσθαι αὐτήν. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 11:2)
- ἆρ οὐχ ὁ μὲν τὸ σῶμα πρῶτον πολὺς καὶ τὸ χρῶμα ἡδύς, οὐ μέλας δὲ οὐδὲ λευκὸς - τὸ μὲν γὰρ γυναικί, τὸ δὲ δούλῳ προσέοικεν - ἔπειτα θυμοειδής, δεινὸν βλέπων ὁποῖον ἡμεῖς, μέγα καὶ ὕφαιμον· (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 41:2)
- μέλας δ οὐκ ἔσκε σίδηρος. (Hesiod, Works and Days, Book WD 19:6)
- θάνατος δὲ καὶ ἐκπάγλους περ ἐόντας εἷλε μέλας, λαμπρὸν δ ἔλιπον φάος ἠελίοιο. (Hesiod, Works and Days, Book WD 19:8)
- μέλας γὰρ ὄσσε κατεκάλυψε θάνατος ὅσιος ἀνοσίαις σφαγαῖσιν. (Euripides, The Trojan Women, episode, strophe 115)
- οἱο῀ν αὖ μέλας τις ὑμῖν θυμάλωψ ἐπέζεσεν. (Aristophanes, Acharnians, Parodos, trochees13)
Synonyms
-
dark
-
evil
-
dark
- σκοτεινός (dark, obscure)
- σκοταῖος (dark, obscure)
- σκότιος (dark, obscure)
- ψεφηνός (dark, obscure)
- ἐπίσκιος (shaded, dark, obscure)
- ἄφαντος (obscure)
- ἀλαμπής (obscure)
- ἐρεμνός (black, swart, dark)
- σκοτόεις (dark)
- σκότιος (dark)
- σκότιος (dark)
- σκοτεινός (dark, the darkness)
- σκοταῖος (in the dark)
- μαυρός (dark)
- ἀμαυρός (dark)
- σκοτώδης (dark)
- ἀτέκμαρτος (not to be guessed, obscure, baffling)
-
indistinct