Ancient Greek-English Dictionary Language

καρφαλέος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καρφαλέος καρφαλέᾱ καρφαλέον

Structure: καρφαλε (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ka/rfw

Sense

  1. dry, parched, dry, hollow

Examples

  • ἑπτακαιδεκάτῃ ἀπὸ κοιλίησ ἐρεθισμῷ ταραχώδεα, ἔπειτα δὲ αὐτὰ τὰ ποτὰ διῄει, οὐδὲν συνίστατο‧ ἀναισθήτωσ εἶχε πάντων‧ δέρματοσ περίτασισ καρφαλέου. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 419)
  • δεκάτῃ παρέκρουσεν ἀτρεμέωσ, ἦν δὲ κόσμιόσ τε καὶ σιγῶν‧ δέρμα καρφαλέον καὶ περιτεταμένον‧ διαχωρήματα ἢ πολλὰ καὶ λεπτὰ ἢ χολώδεα, λιπαρά. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 426)
  • ἀτὰρ καὶ τὸ δέρμα πᾶν καρφαλέον καὶ τρηχὺ περιτέταται, τὰ πρόσθεν εὔτροχα βλέφαρα μόγισ τοῖσι ὀφθαλμοῖσι ἐπιμύει. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 227)
  • δέρμα κατεσκληκὸσ δὲ φέρει καὶ ῥικνὸν ἰδέσθαι, καὶ τάχα καρφαλέον χερσὶν ἐφαπτομέναισ· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 113 1:1)
  • Καρφαλέοσ δίψει Φοίβου λάτρισ εὖτε γυναικὸσ εἶδεν ὑπὲρ τύμβου κρωσσίον ὀμβροδόκον, κλάγξεν ὑπὲρ χείλουσ, ἀλλ’ οὐ γένυσ ἥπτετο βυσσοῦ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2721)

Synonyms

  1. dry

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION