Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀζαλέος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀζαλέος ἀζαλέᾱ ἀζαλέον

Structure: ἀζαλε (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)/zw

Sense

  1. dry, parched

Examples

  • τοῖσι δὲ μεσσηγὺσ θεράπων Ἀμύκοιο Λυκωρεὺσ θῆκε πάροιθε ποδῶν δοιοὺσ ἑκάτερθεν ἱμάντασ ὠμούσ, ἀζαλέουσ, περὶ δ’ οἵγ’ ἔσαν ἐσκληῶτεσ. (Apollodorus, Argonautica, book 2 1:27)
  • οὕνεχ’ ὑπ’ ἀζαλέου θέρεοσ μέγα κεκμηῶτα παῦσαν, ὀρέξασαι χερσὶ μελιχρὸν ὕδωρ. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 2912)
  • οὐ μὰ σέ, κούρη, οὐχ ἵνα τι πρήξω Κύπριδοσ ἀλλότριον, ἀλλ’ ἵνα σοι τὸν Ἄρηα, καὶ ἀζαλέον περ ἐόντα, δείξω τῇ μαλακῇ Κύπριδι πειθόμενον. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 2382)

Synonyms

  1. dry

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION