σκοτεινός?
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration: skoteinos
Principal Part:
σκοτεινός
σκοτεινή
σκοτεινόν
Structure:
σκοτειν
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- dark, the darkness
- darkling, blind
- dark, obscure
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- περὶ δὲ ἡλίου δυσμὰς ἔκστασις ἐπέπεσε τῷ Ἅβραμ, καὶ ἰδοὺ φόβος σκοτεινὸς μέγας ἐπιπίπτει αὐτῷ. (Septuagint, Liber Genesis 15:12)
- καὶ ἦλθον εἰς τὸ σκοτεινόν, καὶ ἔλαβεν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν καὶ παρέθετο ἐν οἴκῳ καὶ ἐξαπέστειλε τοὺς ἄνδρας. (Septuagint, Liber II Regum 5:24)
- καὶ ἔθετο σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ. κύκλῳ αὐτοῦ ἡ σκηνὴ αὐτοῦ, σκοτεινὸν ὕδωρ ἐν νεφέλαις ἀέρων. (Septuagint, Liber Psalmorum 17:12)
- ἔθεντό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. (Septuagint, Liber Psalmorum 87:7)
- ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος. (Septuagint, Liber Psalmorum 142:3)
- "εἰ δὲ γλυκὺ τὸ μέλι καὶ πικρὸς ὁ θαλλὸς καὶ ψυχρὰ ἡ χάλαζα καὶ θερμὸς ὁ ἄκρατος καὶ σκοτεινὸς ὁ τῆς νυκτὸς ἀήρ, ὑπὸ πολλῶν ἀντιμαρτυρεῖσθαι, καὶ θηρίων καὶ πραγμάτων καὶ ἀνθρώπων, τῶν μὲν δυσχεραινόντων τὸ μέλι, τῶν δὲ προσιεμένων τὴν θαλλίαν καὶ ἀποκαομένων ὑπὸ τῆς χαλάζης καὶ καταψυχομένων ὑπ οἴνου καὶ πρὸς ἣλιον ἀμβλυωττόντων καὶ νύκτωρ βλεπόντων. (Plutarch, Adversus Colotem, section 2411)
- ὥσπερ οὖν αὐγῆς ἐπιλιπούσης σκοτεινὸς ἀήρ, οὕτω θερμοῦ μεταστάντος τὸ ἀπολειπόμενον ἀὴρ ψυχρὸς ἄλλο δ οὐδέν ἐστι: (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 9 4:2)
- οὐ γάρ με λήθεις, ἀλλὰ γιγνώσκω σαφῶς, καίπερ σκοτεινός, τήν γε σὴν αὐδὴν ὅμως. (Sophocles, Oedipus Tyrannus, choral, antistrophe 14)
- νεὼς ἐν Ῥώμῃ δείκνυται τῆς ἀγορᾶς οὐ πρόσω κατὰ τὴν ἐπὶ Καρίνας φέρουσαν ἐπίτομον ὁδὸν ὑπεροχῇ σκοτεινὸς ἱδρυμένος οὐ μέγας. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 68 1:2)
Synonyms
-
dark
- σκοταῖος (in the dark)
- σκότιος (dark)
- μαυρός (dark)
- σκοτώδης (dark)
- σκοτόεις (dark)
- ἀμαυρός (dark)
- σκότιος (dark)
- σκοτοειδής (dark-looking)
- κυανωπός (dark-looking)
- ἀμαυρόβιος (living in darkness)
- μελαμπέταλος (dark-leaved)
- μελάμφυλλος (dark-leaved, dark with leaves)
- κυανόθριξ (dark-haired)
- ἰοβόστρυχος (dark-haired)
- σκιερός (dark-coloured)
- περκνός (dark coloured)
- καρύκινος (dark-red)
- μέλας (dark, black)
- μελάγχιμος (black, dark)
- Κρόνιος (of the dark ages)
- ἐπίπερκνος (somewhat dark)
- μέλας ( dark, obscure)
- σκοταῖος (dark, obscure)
- ψεφηνός (dark, obscure)
- σκότιος (dark, obscure)
- κυανόστολος (dark-robed)
- κυανώπης (dark-eyed)
- κυανοβλέφαρος (dark-eyed)
- μελαναυγής (dark-gleaming)
- κυαναυγής (dark-gleaming)
- κυανόπεπλος (dark-veiled)
- κυάνεος (dark-blue)
- ἐρεβεννός (dark, gloomy)
- αἰνιγματώδης (riddling, dark)
- κυανόφρυς (dark-browed)
- σκνιπαῖος (dark, in the twilight)
- ἐπίσκοτος (in the dark, darkened)
- κνεφαῖος (dark, dusky)
-
darkling
-
dark
- σκοταῖος (dark, obscure)
- ψεφηνός (dark, obscure)
- μέλας ( dark, obscure)
- σκότιος (dark, obscure)
- ἐπίσκιος (shaded, dark, obscure)
- ἀλαμπής (obscure)
- ἄφαντος (obscure)
- ἐρεμνός (black, swart, dark)
- σκοτόεις (dark)
- σκοτώδης (dark)
- σκότιος (dark)
- σκότιος (dark)
- μαυρός (dark)
- σκοταῖος (in the dark)
- ἀμαυρός (dark)
- ἀτέκμαρτος (not to be guessed, obscure, baffling)