σκοτώδης
Third declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
σκοτώδης
σκοτώδες
Structure:
σκοτωδη
(Stem)
+
ς
(Ending)
Etym.: contr. for skotoeidh/s
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καίτοι πολλάκισ ἀέροσ ὁμοίωσ σκοτώδουσ; (Plutarch, Adversus Colotem, section 7 2:1)
- "καὶ γὰρ θεία καὶ οὐρανία καὶ μίξεωσ χώρα τοῦ ἀθανάτου πρὸσ τὸ θνητόν, ἀδρανὴσ δὲ καθ’ ἑαυτὴν καὶ σκοτώδησ ἡλίου μὴ προσλάμποντοσ, ὥσπερ Ἀφροδίτη μὴ παρόντοσ Ἔρωτοσ. (Plutarch, Amatorius, section 19 3:9)
- ἐστιν ἐξετάζεσθαι τὸν λόγον οὐκ ἀπὸ τῶν χρωμάτων ἐπεὶ καὶ χιὼν καὶ χάλαζα καὶ κρύσταλλοσ ἅμα λαμπρότατα γίγνεται καὶ ψυχρότατα καὶ πάλιν πίττα θερμότερόν ἐστι μέλιτοσ καὶ σκοτωδέστερον. (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 13 11:1)
- οἶμαι δὲ καὶ μέλαιναν ἑκάστοτε τὴν γῆν ὑπὸ τῶν ποιητῶν καλεῖσθαι διὰ τὸ σκοτῶδεσ καὶ τὸ ἀφώτιστον ὥστε καὶ τὴν πολυτίμητον ἀντίθεσιν τοῦ σκοτεινοῦ πρὸσ τὸ λαμπρὸν ἐπὶ τῆσ γῆσ μᾶλλον ἢ τοῦ ἀέροσ ὑπάρχειν. (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 17 16:1)
- "ὅθεν ἡ σελήνη ταπεινὴ μὲν ἐμπεσοῦσα τοῖσ μεγίστοισ λαμβάνεται κύκλοισ ὑπ’ αὐτῆσ καὶ διαπερᾷ τὸ βύθιον καὶ σκοτωδέστατον ἄνω δ’ οἱο͂ν ἐν τενάγει διὰ λεπτότητα τοῦ σκιεροῦ χρανθεῖσα ταχέωσ ἀπαλλάττεται. (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 20 5:17)
- ἦν δ’ ὁ οἶκοσ, ἐν ᾧ ταῦτα δράσειν ἔμελλον, οἱο͂ν εἰκὸσ, ὑπέρημοσ καὶ σκοτώδησ. (Plutarch, Publicola, chapter 4 1:2)
Synonyms
-
dark
- μαυρός (dark)
- σκότιος (dark)
- σκότιος (dark)
- σκοταῖος (in the dark)
- σκοτόεις (dark)
- ἀμαυρός (dark)
- σκοτεινός (dark, the darkness)
- σκοτοειδής (dark-looking)
- κυανωπός (dark-looking)
- ἀμαυρόβιος (living in darkness)
- μελαμπέταλος (dark-leaved)
- μελάμφυλλος (dark-leaved, dark with leaves)
- ἰοβόστρυχος (dark-haired)
- κυανόθριξ (dark-haired)
- περκνός (dark coloured)
- σκιερός (dark-coloured)
- καρύκινος (dark-red)
- μελάγχιμος (black, dark)
- μέλας (dark, black)
- Κρόνιος (of the dark ages)
- ἐπίπερκνος (somewhat dark)
- σκοταῖος (dark, obscure)
- σκότιος (dark, obscure)
- μέλας ( dark, obscure)
- σκοτεινός (dark, obscure)
- ψεφηνός (dark, obscure)
- κυανόστολος (dark-robed)
- κυανοβλέφαρος (dark-eyed)
- κυανώπης (dark-eyed)
- κυαναυγής (dark-gleaming)
- μελαναυγής (dark-gleaming)
- κυανόπεπλος (dark-veiled)
- κυάνεος (dark-blue)
- ἐρεβεννός (dark, gloomy)
- αἰνιγματώδης (riddling, dark)
- κυανόφρυς (dark-browed)
- σκνιπαῖος (dark, in the twilight)
- ἐπίσκοτος (in the dark, darkened)
- κνεφαῖος (dark, dusky)