Ancient Greek-English Dictionary Language

Κρόνιος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: Κρόνιος Κρόνιᾱ Κρόνιον

Structure: Κρονι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: Kro/nos

Sense

  1. Saturnian, of Cronus or Saturn
  2. his festival, Saturnalia;, of the Saturnalia
  3. the hill of Cronus or Saturn
  4. of the dark ages

Examples

  • Λουκιανὸσ Κρονίῳ εὖ πράττειν. (Lucian, De morte Peregrini, (no name)1)
  • αὖθισ ὁρῶ γελῶντά σε, ὦ καλὲ Κρόνιε, τὴν καταστροφὴν τοῦ δράματοσ. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 17:1)
  • εἴσεαι δ’ αἴ κ’ ἐμᾶσ κλύῃ Κρόνιοσ εὐχᾶσ ἀναξιβρόντασ ὁ πάντων μεδέων. (Bacchylides, , dithyrambs, ode 17 3:7)
  • ἀλλ’ ἦ Κρονίου Πανὸσ τρομερᾷ μάστιγι φοβῇ; (Euripides, Rhesus, choral, anapests2)
  • τὸν γείτονα γοῦν μοι τὸν ὁμότεχνον οἶσθα τὸν Σίμωνα, οὐ πρὸ πολλοῦ δειπνήσαντα παρ’ ἐμοί, ὅτε τὸ ἔτνοσ ἥψουν τοῖσ Κρονίοισ δύο τόμουσ τοῦ ἀλλᾶντοσ ἐμβαλών. (Lucian, Gallus, (no name) 14:1)
  • ἐξ ὧν τινεσ Ἡρακλέα παραιτησάμενοι τῆσ πραγματείασ ἀφεθῆναι, περὶ ταῦτα τὰ χωρία ὑπέμειναν καὶ πολίζονται λόφον ἐπιτήδειον εὑρόντεσ, τρισταδίῳ δὲ μάλιστα μήκει τοῦ Παλλαντίου διειργόμενον, ὅσ νῦν μὲν Καπιτωλῖνοσ ὀνομάζεται, ὑπὸ δὲ τῶν τότε ἀνθρώπων Σατόρνιοσ ἐλέγετο, ὥσπερ ἂν εἴποι τισ Ἑλλάδι φωνῇ Κρόνιοσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 34 1:2)

Synonyms

  1. his festival

  2. of the dark ages

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION