λείπω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
λείπω
λείψω
ἔλιπον
λέλοιπα
λέλειμμαι
ἐλείφθην
Structure:
λείπ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: from Root LIP
Sense
- I leave
- I leave alone, release
- (passive) I am left, remain, survive
- (intransitive) I leave, depart, disappear
- I desert, fail
- I lack, fall short, fail
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- λέλειπται δή, καθάπερ ἐν ταῖσ σμικραῖσ νήσοισ, πρὸσ τὰ τότε τὰ νῦν οἱο͂ν νοσήσαντοσ σώματοσ ὀστᾶ, περιερρυηκυίασ τῆσ γῆσ ὅση πίειρα καὶ μαλακή, τοῦ λεπτοῦ σώματοσ τῆσ χώρασ μόνου λειφθέντοσ. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 34:1)
- λειφθεὶσ γὰρ δὴ μόνοσ ὁ νοῦσ καὶ τόπον ἀμήχανον ἐμπλήσασ αὑτοῦ ἅτ̓ ἐπ̓ ἴσησ πανταχῇ κεχυμένοσ, οὐδενὸσ ἐν αὐτῷ πυκνοῦ λειφθέντοσ, ἀλλὰ πάσησ ἐπικρατούσησ μανότητοσ, ὅτε κάλλιστοσ γίγνεται, τὴν καθαρωτάτην λαβὼν αὐγῆσ ἀκηράτου φύσιν, εὐθὺσ ἐπόθησε τὸν ἐξ ἀρχῆσ βίον. (Dio, Chrysostom, Orationes, 95:1)
- εἰσηγητὴν δ’ αὐτὸν καὶ παλαίστρασ γενέσθαι, καὶ τὴν ἀπὸ τῆσ χελώνησ λύραν ἐπινοῆσαι μετὰ τὴν Ἀπόλλωνοσ πρὸσ Μαρσύαν σύγκρισιν, καθ’ ἣν λέγεται τὸν Ἀπόλλωνα νικήσαντα καὶ τιμωρίαν ὑπὲρ τὴν ἀξίαν λαβόντα παρὰ τοῦ λειφθέντοσ μεταμεληθῆναι, καὶ τὰσ ἐκ τῆσ κιθάρασ χορδὰσ ἐκρήξαντα μέχρι τινὸσ χρόνου τῆσ ἐν αὐτῇ μουσικῆσ ἀποστῆναι. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 5, chapter 75 3:1)
- τούτου δὲ παρατάξει μεγάλῃ λειφθέντοσ ὑπὸ Ἰλλυριῶν καὶ πεσόντοσ ἐπὶ τῆσ χρείασ Φίλιπποσ ὁ ἀδελφὸσ διαδρὰσ ἐκ τῆσ ὁμηρείασ παρέλαβε τὴν βασιλείαν κακῶσ διακειμένην. (Diodorus Siculus, Library, book xvi, chapter 2 5:3)
- μετὰ δὲ ταῦτα Κύρου τε καὶ Περσέων τοῦ καθαροῦ στρατοῦ ἀπελάσαντοσ ὀπίσω ἐπὶ τὸν Ἀράξεα, λειφθέντοσ δὲ τοῦ ἀχρηίου, ἐπελθοῦσα τῶν Μασσαγετέων τριτημορὶσ τοῦ στρατοῦ τούσ τε λειφθέντασ τῆσ Κύρου στρατιῆσ ἐφόνευε ἀλεξομένουσ καὶ τὴν προκειμένην ἰδόντεσ δαῖτα, ὡσ ἐχειρώσαντο τοὺσ ἐναντίουσ, κλιθέντεσ ἐδαίνυντο, πληρωθέντεσ δὲ φορβῆσ καὶ οἴνου ηὗδον. (Herodotus, The Histories, book 1, chapter 211 3:1)
Synonyms
-
I leave
-
I am left
-
I desert
-
I lack
- ἐλλείπω (to fall short, fail, deficiency)
- ἐπιδεύομαι (to be lacking in, fall short of, fallest short)
- ἐλλείπω (to be in want of, fall short of, lack)
- ἀποδέω (to be in want of, lack, lacking)
- χατίζω (to lack, be without, to fail)
Derived
- ἀπολείπω (to leave over or behind, to leave behind one, to leave hold of)
- διαλείπω (to leave an interval between, a gap had been left, having left an interval of)
- ἐγκαταλείπω (to leave behind, to leave in the lurch, to leave out)
- ἐκλείπω (I leave out, pass over, I forsake)
- ἐλλείπω (to leave in, leave behind, to leave out)
- ἐπιλείπω (to leave behind, to leave untouched, to fail)
- καταλείπω (to leave behind, to leave as an inheritance, to leave in a certain state)
- παρακαταλείπω (to leave with)
- παραλείπω (I pass over, pass by, I leave out)
- περιλείπομαι (to be left remaining, remain over, survive)
- προαπολείπω (to fail before, in comparison of)
- προλείπω (to go forth and leave, to leave behind, forsake)
- προσκαταλείπω (to leave besides as a legacy, to lose besides)
- προσλείπω (to be lacking)
- συγκαταλείπω (to leave together, to leave a joint)
- ὑπολείπω (to leave remaining, to fail, to be left remaining)