καρδία?
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사: kardiā
고전 발음: [까르디아:]
신약 발음: [까르디아]
기본형:
καρδία
καρδίας
형태분석:
καρδι
(어간)
+
α
(어미)
뜻
- 심장, 하트
- 마음, 정신
- 배, 식욕
- 깊이
- heart (as the source of emotion, love, etc.)
- mind
- stomach
- any hollow vessel
- center or inner part: pith (of wood), depth (of the sea)
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- πρόσεχε σεαυτῷ καὶ φύλαξον τὴν ψυχήν σου σφόδρα, μὴ ἐπιλάθῃ πάντας τοὺς λόγους, οὓς ἑωράκασιν οἱ ὀφθαλμοί σου. καὶ μὴ ἀποστήτωσαν ἀπὸ τῆς καρδίας σου πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου, καὶ συμβιβάσεις τοὺς υἱούς σου καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν υἱῶν σου (Septuagint, Liber Deuteronomii 4:9)
(70인역 성경, 신명기 4:9)
- καὶ ζητήσετε ἐκεῖ Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν καὶ εὑρήσετε αὐτόν, ὅταν ἐκζητήσητε αὐτὸν ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου ἐν τῇ θλίψει σου. (Septuagint, Liber Deuteronomii 4:29)
(70인역 성경, 신명기 4:29)
- καὶ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου. (Septuagint, Liber Deuteronomii 6:5)
(70인역 성경, 신명기 6:5)
- οὐχὶ διὰ τὴν δικαιοσύνην σου, οὐδὲ διὰ τὴν ὁσιότητα τῆς καρδίας σου σὺ εἰσπορεύῃ κληρονομῆσαι τὴν γῆν αὐτῶν, ἀλλὰ διὰ τὴν ἀσέβειαν τῶν ἐθνῶν τούτων Κύριος ἐξολοθρεύσει αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου σου καὶ ἵνα στήσῃ τὴν διαθήκην αὐτοῦ, ἣν ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσιν ἡμῶν, τῷ Ἁβραὰμ καὶ τῷ Ἰσαὰκ καὶ τῷ Ἰακώβ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 9:5)
(70인역 성경, 신명기 9:5)
- Καὶ νῦν, Ἰσραήλ, τί Κύριος ὁ Θεός σου αἰτεῖται παρὰ σοῦ, ἀλλ᾿ ἢ φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ πορεύεσθαι ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ καὶ ἀγαπᾶν αὐτὸν καὶ λατρεύειν Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου, (Septuagint, Liber Deuteronomii 10:12)
(70인역 성경, 신명기 10:12)
유의어
-
심장
-
마음
- νεφρός (마음, 정신)
- μνήστωρ (mindful of)
- μένος (마음, 정신)
- μνηστήρ (calling to mind, mindful of)
- ἡδύφρων (sweet-minded)
- γλυκυθυμία (sweetness of mind)
- πραπίς (마음, 영혼, 정신)
- νόημα (마음, 이해, 정신)
- ψυχή (마음, 이유, 정신)
- κενοφροσύνη (emptiness of mind)
- ὠμόφρων (야만인)
- μελεόφρων (miserable-minded)
- ξυνόφρων (friendly-minded)
- γνώμη (마음, 정신, 지능)
-
배
-
any hollow vessel