헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καρδίᾱ

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καρδίᾱ καρδίας

형태분석: καρδι (어간) + ᾱ (어미)

  1. 심장, 하트
  2. 마음, 정신
  3. 배, 식욕
  4. 깊이
  1. heart (as the source of emotion, love, etc.)
  2. mind
  3. stomach
  4. any hollow vessel
  5. center or inner part: pith (of wood), depth (of the sea)

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 καρδίᾱ

심장이

καρδίᾱ

심장들이

καρδίαι

심장들이

속격 καρδίᾱς

심장의

καρδίαιν

심장들의

καρδιῶν

심장들의

여격 καρδίᾱͅ

심장에게

καρδίαιν

심장들에게

καρδίαις

심장들에게

대격 καρδίᾱν

심장을

καρδίᾱ

심장들을

καρδίᾱς

심장들을

호격 καρδίᾱ

심장아

καρδίᾱ

심장들아

καρδίαι

심장들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἔστρωσαν οἱ καρδίαι ἡμῶν τέλειαι πρὸσ Κύριον Θεὸν ἡμῶν καὶ ὁσίωσ πορεύεσθαι ἐν τοῖσ προστάγμασιν αὐτοῦ καὶ φυλάσσειν ἐντολὰσ αὐτοῦ ὡσ ἡ ἡμέρα αὕτη. (Septuagint, Liber I Regum 8:60)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 8:60)

  • φάγονται πένητεσ καὶ ἐμπλησθήσονται, καὶ αἰνέσουσι Κύριον οἱ ἐκζητοῦντεσ αὐτόν. ζήσονται αἱ καρδίαι αὐτῶν εἰσ αἰῶνα αἰῶνοσ. (Septuagint, Liber Psalmorum 21:27)

    (70인역 성경, 시편 21:27)

  • διεμερίσθησαν ἀπὸ ὀργῆσ τοῦ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἤγγισαν αἱ καρδίαι αὐτῶν. ἡπαλύνθησαν οἱ λόγοι αὐτοῦ ὑπὲρ ἔλαιον, καὶ αὐτοί εἰσι βολίδεσ. (Septuagint, Liber Psalmorum 54:22)

    (70인역 성경, 시편 54:22)

  • ᾅδησ καὶ ἀπώλεια φανερὰ παρὰ τῷ Κυρίῳ. πῶσ οὐχὶ καὶ αἱ καρδίαι τῶν ἀνθρώπων̣ (Septuagint, Liber Proverbiorum 15:11)

    (70인역 성경, 잠언 15:11)

  • καρδίαι δικαίων μελετῶσι πίστεισ, στόμα δὲ ἀσεβῶν ἀποκρίνεται κακά. . (Septuagint, Liber Proverbiorum 15:30)

    (70인역 성경, 잠언 15:30)

유의어

  1. 심장

  2. 마음

  3. any hollow vessel

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION