φράσις?
3군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사: phrasis
고전 발음: [프라시스]
신약 발음: [프라시스]
기본형:
φράσις
φράσεως
형태분석:
φρασι
(어간)
+
ς
(어미)
뜻
- 말, 언론
- 표현, 외모, 표정
- 표현, 관용구, 용어, 구
- speech
- way of speaking, expression
- expression, idiom, phrase
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἡ δὲ παρὰ τοὺς χρόνους τῶν ῥημάτων ἐκβεβηκυῖα τὸ κατάλληλον φράσις τοιαύτη τίς ἐστι: (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 121)
(디오니시오스, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 121)
- ἀφικνούμεναι, δι ἃς ἡ φράσις δυσπαρακολούθητος γίνεται, πλεῖσται μέν εἰσιν καθ ὅλην τὴν ἱστορίαν: (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 151)
(디오니시오스, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 151)
- ἣ μὲν γὰρ πλήρης σχημάτων καὶ οὐδὲν οἶμαι περὶ τῶν φανερῶν ἐπὶ πλέον δεῖν λέγειν, ἡ δὲ Φιλίστου φράσις ὁμοειδὴς πᾶσα δεινῶς καὶ ἀσχημάτιστός ἐστι: (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 5 4:1)
(디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 5 4:1)
- ἥψατο δὲ καὶ τῶν Ἀθήνησι ῥητόρων ἡ ποιητική τε καὶ τροπικὴ φράσις, ὡς μὲν Τίμαιός φησι, Γοργίου ἄρξαντος ἡνίκ Ἀθήναζε πρεσβεύων κατεπλήξατο τοὺς ἀκούοντας τῇ δημηγορίᾳ, ὡς δὲ τἀληθὲς ἔχει, τὸ καὶ παλαιότερον αἰεί τι θαυμαζομένη. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 3 3:3)
(디오니시오스, chapter 3 3:3)
- "ἡ δὲ Μενάνδρου φράσις οὕτω συνέξεσται καὶ συμπέπνευκε κεκραμένη πρὸς ἑαυτήν, ὥστε διὰ πολλῶν ἀγομένη παθῶν καὶ ἠθῶν καὶ προσώποις ἐφαρμόττουσα παντοδαποῖς μία τε φαίνεσθαι καὶ τὴν ὁμοιότητα τηρεῖν ἐν τοῖς κοινοῖς καὶ συνήθεσι καὶ ὑπὸ τὴν χρείαν ὀνόμασιν: (Plutarch, Comparationis Aristophanis et Menandri compendium, section 21)
(플루타르코스, Comparationis Aristophanis et Menandri compendium, section 21)
유의어
-
말
- ἀγορά (연설)
- βάγμα (말, 언론)
- ἔπος (말, 언론)
- μῦθος (public speech)
- ῥήτρα (말, 말씀, 단어)
- λόγου χάρις (비유, 수사적 표현)
- φθέγμα (말, 언어, 담화)
- ἀπολογία (방어, 누벽, 요새화)
- μακρολογία (length of speech)
- λογάριον (petty speeches)
- βλασφημία (a profane speech)
- φωνή (말, 담화, 연설)
-
표현