- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγωνιστικός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: agōnistikos 고전 발음: [아고:니띠꼬] 신약 발음: [아고니띠꼬]

기본형: ἀγωνιστικός

  1. 소송상의, 논쟁을 일삼는
  1. fit for contest or debate
  2. contentious, eager for applause, contentiously, to be disposed to fight

예문

  • ἐν οἷς ὁ μέγιστος κίνδυνος ἐν τῷ πολιτικῷ λόγῳ ἢ ἐπακολουθήσαντα καὶ ἐπισπασθέντα τῇ φύσει τῶν ἐννοημάτων, καὶ καθάπαξ ἀποστάντα τῶν ὑποκειμένων διαφθεῖραι [δὲ] τὸ δόκιμον τοῦ λόγου καὶ ὑπόκενον ἐργάσασθαι καὶ γενέσθαι παρόμοιον τοῖς μετεωρολόγοις τῶν σοφιστῶν, ἢ τὸ μέτρον τὸ ἐν τούτοις ἐπισκεψάμενον, εἰς ὅσον ἐξαίρεται ὁ ἀγωνιστικὸς λόγος καὶ οἷστισιν ἀναμιγνύμενος οὐκ ἀμοιρεῖ ἐν τοῖς ὁρ´οις τοῦ ἀγωνιστικὴν μένειν τὴν σεμνότητα καὶ μὴ διαμαρτεῖν. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 6:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 6:1)

  • τοῦ δὲ ζητητικοῦ καὶ αὐτοῦ δύο εἰσὶν οἱ πρῶτοι χαρακτῆρες, ὅ τε γυμναστικὸς καὶ ἀγωνιστικός. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 48:4)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 48:4)

유의어

  1. fit for contest or debate

관련어

명사

형용사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION