- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λεκτικός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: lektikos 고전 발음: [렉띠꼬] 신약 발음: [랙띠꼬]

기본형: λεκτικός λεκτική λεκτικόν

형태분석: λεκτικ (어간) + ος (어미)

어원: λέγω3

  1. good at speaking, able to speak
  2. related to expression, stylistic

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 λεκτικός

(이)가

λεκτική

(이)가

λεκτικόν

(것)가

속격 λεκτικοῦ

(이)의

λεκτικῆς

(이)의

λεκτικοῦ

(것)의

여격 λεκτικῷ

(이)에게

λεκτικῇ

(이)에게

λεκτικῷ

(것)에게

대격 λεκτικόν

(이)를

λεκτικήν

(이)를

λεκτικόν

(것)를

호격 λεκτικέ

(이)야

λεκτική

(이)야

λεκτικόν

(것)야

쌍수주/대/호 λεκτικώ

(이)들이

λεκτικά

(이)들이

λεκτικώ

(것)들이

속/여 λεκτικοῖν

(이)들의

λεκτικαῖν

(이)들의

λεκτικοῖν

(것)들의

복수주격 λεκτικοί

(이)들이

λεκτικαί

(이)들이

λεκτικά

(것)들이

속격 λεκτικῶν

(이)들의

λεκτικῶν

(이)들의

λεκτικῶν

(것)들의

여격 λεκτικοῖς

(이)들에게

λεκτικαῖς

(이)들에게

λεκτικοῖς

(것)들에게

대격 λεκτικούς

(이)들을

λεκτικάς

(이)들을

λεκτικά

(것)들을

호격 λεκτικοί

(이)들아

λεκτικαί

(이)들아

λεκτικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν γὰρ τούτοις τὸ μὲν πραγματικὸν οὐδαμῇ μέμφομαι τοῦ ἀνδρός, τοῦ δὲ λεκτικοῦ μορίου τὸ περὶ τὴν τροπικήν τε καὶ διθυραμβικὴν φράσιν ἐκπῖπτον, ἐν οἷς οὐ κρατεῖ τοῦ μετρίου, ἐπιτιμῶ τε οὐχ ὡς τῶν τυχόντων τῳ ἀλλ ὡς ἀνδρὶ μεγάλῳ καὶ ἐγγὺς τῆς θείας ἐληλυθότι φύσεως, ὅτι τὸν ὄγκον τῆς ποιητικῆς κατασκευῆς εἰς λόγους ἤγαγε φιλοσόφους ζηλώσας τοὺς περὶ Γοργίαν, ὥσ2τε καὶ διθυράμβοις τινὰ ποιεῖν ἐοικότα, καὶ μηδὲ ἀποκρύπτεσθαι τοῦτο τὸ ἁμάρτημα ἀλλ ὁμολογεῖν. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 2 10:1)

    (디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 2 10:1)

  • κατὰ δὲ τὸν λεκτικὸν τὰ μὲν ἥττων, τὰ δὲ κρείττων, τὰ δ ἴσος. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 3 15:6)

    (디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 3 15:6)

  • Ξενοφῶν μὲν γὰρ Ἡροδότου ζηλωτὴς ἐγένετο κατ ἀμφοτέρους τοὺς χαρακτῆρας, τόν τε πραγματικὸν καὶ τὸν λεκτικόν. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 4 1:2)

    (디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 4 1:2)

  • ὁ δὲ λεκτικὸς πῇ μὲν ὅμοιος Ἡροδότου, πῇ δὲ ἐνδεέστερος. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 4 3:1)

    (디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 4 3:1)

  • ὁ δὲ λεκτικὸς Ἰσοκράτει μάλιστα ἐοίκε: (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 6 9:1)

    (디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 6 9:1)

유의어

  1. good at speaking

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION