συγκρίνω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: synkrinō
고전 발음: [슁끄리노:]
신약 발음: [슁끄리노]
기본형:
συγκρίνω
συγκρινῶ
형태분석:
συγ
(접두사)
+
κρίν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 비교하다, 평가하다, 측정하다, 비기다
- to compound
- to compare, to measure, estimate
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ εἶδεν ὁ ἀρχισιτοποιός, ὅτι ὀρθῶς συνέκρινε, καὶ εἶπε τῷ Ἰωσήφ. κἀγὼ εἶδον ἐνύπνιον καὶ ᾤμην τρία κανᾶ χονδριτῶν αἴρειν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μου. (Septuagint, Liber Genesis 40:16)
(70인역 성경, 창세기 40:16)
- ἑτέρου δὲ λέγοντος, Συνεκρίνετο αὐτῷ, Καὶ διεκρίνετο πάντως, εἶπεν. (Lucian, 5:20)
(루키아노스, 5:20)
- ἅ μὲν οὖν ἀξια μνήμης τῶν περὶ Δημοσθένους καὶ Κικέρωνος ἱστορουμένων εἰς τὴν ἡμετέραν ἀφῖκται γνῶσιν, ταῦτ ἐστίν, ἀφεικὼς δὲ τὸ συγκρίνειν τὴν ἐν τοῖς λόγοις ἕξιν αὐτῶν, ἐκεῖνό μοι δοκῶ μὴ παρήσειν ἄρρητον, ὅτι Δημοσθένην μὲν εἰς τὸ ῥητορικὸν ἐνέτεινε πᾶν ὅσον εἶχεν ἐκ φύσεως ἢ ἀσκήσεως λόγιον, ὑπερβαλλόμενος ἐνάργείᾳ μὲν καὶ δεινότητι τοὺς ἐπὶ τῶν ἀγώνων καὶ τῶν δικῶν συν συνεξεταζομένους, ὄγκῳ δὲ καὶ μεγαλοπρέπείᾳ τοὺς ἐπιδεικτικούς, ἀκριβείᾳ δὲ καὶ τέχνῃ τοὺς σοφιστάς: (Plutarch, Comparison of Demosthenes with Cicero, chapter 1 1:1)
(플루타르코스, Comparison of Demosthenes with Cicero, chapter 1 1:1)
- "ἔχων παρρησίαν συγκρίνεις Κορνηλίᾳ σεαυτόν· (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 4 4:2)
(플루타르코스, Caius Gracchus, chapter 4 4:2)
- οὐ μέντοι γε ἀξιοῖ ἑαυτὸν θεοῖς συγκρίνειν ἀθάνατοι γὰρ τοῦ γε δόμοι καὶ κτήματ ἐάσιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 16 1:2)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 16 1:2)
파생어
- ἀνακρίνω (심문하다, 의심쩍다, 질문하다)
- ἀποκρίνω (나누다, 분할하다, 가르다)
- διακρίνω (속하다, 갈라지다, 나누다)
- ἐγκρίνω (받아들이다, 받다, 승인하다)
- ἐκκρίνω (추방하다, 쫓아내다, 내쫓다)
- ἐκπροκρίνω (to choose out)
- ἐπιδιακρίνω (to decide as umpire)
- ἐπικρίνω (정하다, 결정하다, 판단하다)
- καθυποκρίνομαι (to subdue by histrionic arts, to pretend to be)
- κατακρίνω (경멸하다, 판결을 내리다)
- κρίνω (나누다, 분할하다, 분리하다)
- παρακρίνω (to draw up in line opposite, drawn up along)
- προκρίνω (고르다, 선택하다, 선호하다)