ἐξίστημι?
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration: existēmi
Principal Part:
ἐξίστημι
ἐκστήσω
ἐξέστησα
ἐξέστακα
ἐξέσταμαι
ἐξεστάθην
Structure:
ἐξ
(Prefix)
+
ἵστα
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- (transitive) I displace; I change
- (figuratively) I drive one out of their senses; I amaze, excite
- I get rid of
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ ἦλθεν Ἀθηνόβιος φίλος τοῦ βασιλέως εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ εἶδε τὴν δόξαν Σίμωνος καὶ κυλικεῖον μετὰ χρυσωμάτων καὶ ἀργυρωμάτων καὶ παράστασιν ἱκανὴν καὶ ἐξίστατο καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῶ τοὺς λόγους τοῦ βασιλέως. (Septuagint, Liber Maccabees I 15:32)
- ὁ νεανίας δὲ τῆς μὲν τιμῆς παρεχώρει καθ ἡλικίαν ἐκείνῳ καὶ μόνου ἐξίστατο τοῦ τῆς ἀρχῆς ὀνόματος, τὸ δ ἔργον τῆς τυραννίδος καὶ τὲ κεφάλαιον αὐτὸς ἦν, καὶ τὸ μὲν πιστὸν καὶ ἀσφαλὲς ἀπ αὐτοῦ παρεῖχε τῇ δυναστείᾳ, τὴν δὲ ἀπόλαυσιν μόνος ἐκαρποῦτο τῶν ἀδικημάτων. (Lucian, Tyrannicida, (no name) 5:1)
- τῆς δὲ περὶ τοὺς γάμους καὶ τὰς τεκνώσεις κοινωνίας τὸ ἀζηλότυπον ὀρθῶς καὶ πολιτικῶς ἐμποιοῦντες ἀμφότεροι τοῖς ἀνδράσιν οὐ κατὰ πᾶν εἰς τοῦτο συνηνέχθησαν, ἀλλ ὁ Ῥωμαῖος μὲν ἀνὴρ ἱκανῶς ἔχων παιδοτροφίας, ὑφ ἑτέρου δὲ πεισθεὶς δεομένου τέκνων, ἐξίστατο τῆς γυναικός, ἐκδόσθαι καὶ μετεκδόσθαι κύριος ὑπάρχων, ὁ δὲ Λάκων, οἴκοι τῆς γυναικὸς οὔσης παρ αὐτῷ καὶ τοῦ γάμου μένοντος ἐπὶ τῶν ἐξ ἀρχῆς δικαίων, μετεδίδου τῷ πείσαντι τῆς κοινωνίας εἰς τέκνωσιν. (Plutarch, Comparison of Lycurgus and Numa, chapter 3 1:1)
- ἀφικόμενος δ εἰς Ἀθήνας Ἀντιόχου τοῦ Ἀσκαλωνίτου διήκουσε, τῇ μὲν εὐροίᾳ τῶν λόγων αὐτοῦ καὶ χάριτι κηλούμενος, ἃ δ ἐν τοῖς δόγμασιν ἐνεωτέριζεν οὐκ ἐπαινῶν, ἤδη γὰρ ἐξίστατο τῆς νέας λεγομένης Ἀκαδημείας ὁ Ἀντίοχος καὶ τὴν Καρνεάδου στάσιν ἐγκατέλειπεν, εἴτε καμπτόμενος ὑπὸ τῆς ἐναργείας καὶ τῶν αἰσθήσεων, εἴτε, ὥς φασιν ἔνιοι, φιλοτιμίᾳ τινὶ καὶ διαφορᾷ πρὸς τοὺς Κλειτομάχου καὶ Φίλωνος συνήθεις τὸν Στωικὸν ἐκ μεταβολῆς θεραπεύων λόγον ἐν τοῖς πλείστοις. (Plutarch, Cicero, chapter 4 1:1)
- οὕτω δὴ διαβαλὼν εἰς Κέρκυραν, ὅπου τὸ ναυτικὸν ἦν, ἐξίστατο μὲν Κικέρωνι τῆς ἀρχῆς ὡς ὑπατικῷ στρατηγικός, οὐ δεξαμένου δὲ Κικέρωνος, ἀλλ ἀπαίροντος εἰς Ἰταλίαν, ἰδὼν τὸν Πομπήϊον ὑπ αὐθαδείας καὶ φρονήματος ἀκαίρου βουλόμενον κολάζειν τοὺς ἀποπλέοντας, πρώτῳ δὲ μέλλοντα τῷ Κικέρωνι προσφέρειν τὰς χεῖρας, ἐνουθέτησεν ἰδίᾳ καὶ κατεπράϋνεν, ὥστε τὸν Κικέρωνα περισῶσαι σαφῶς ἐκ θανάτου καὶ τοῖς ἄλλοις ἄδειαν παρασχεῖν. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 55 3:1)
Derived
- ἀμφίστημι (to place round, to stand around)
- ἀνθίστημι (to set against, to set up in opposition, to match with)
- ἀνίστημι ( to make to stand up, raise up, to raise from sleep)
- ἀντανίστημι (to set up against, to rise up against)
- ἀντικαθίστημι (to lay down or establish instead, substitute, replace)
- ἀποκαθίστημι (to re-establish, restore, reinstate)
- ἀφίστημι (to put away, remove, to hinder from)
- διίστημι (to set apart, to place separately, separate)
- ἐγκαθίστημι (to place or establish in, to place as a garrison in, to be established in)
- ἐνίστημι (to put, set, place in)
- ἐξανίστημι (to raise up: to make one rise, bid one, rise)
- ἐπανίστημι (to set up again, to make to rise against, to stand up after)
- ἐφίστημι (, I set or place upon, I set over)
- ἵστημι ( to make to stand, to stand, set)
- καθίστημι (, I set down, stop)
- μεθίστημι (to place in another way, to change, I will give)
- παρακαθίστημι (to station or establish beside)
- παρανίστημι (to set up beside, to stand up beside)
- παρίστημι ( I cause to stand by, I place beside, I set before the mind)
- περιίστημι (to place round, to bring round, to bring)
- προίστημι (to set before or in front, to set over, to put)
- προκαθίστημι (to set before;, having been set beforehand)
- προσίστημι (to place near, bring near, to stand near to or by)
- προσκαθίστημι (to appoint besides)
- συγκαθίστημι (to bring into place together, to join in setting up, settling)
- συμπαρίστημι (to place beside one also, to stand beside, assist)
- συνανίστημι (to make to stand up or rise together, to assist in restoring, to rise at the same time)
- συναφίστημι (to draw into revolt together, to fall off or revolt along with)
- συνεφίστημι (to set on the watch together, make attentive, to attend to)
- συνίστημι (to set together, combine, associate)
- ὑφίστημι (to place or set under, plants, to support)