헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διέρχομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διέρχομαι διελεύσομαι διῆλθον

형태분석: δι (접두사) + έ̓ρχ (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: fut. dieleu/somai, but di/eimi is attic fut.,dih/|ein imperf.

  1. 통과하다, 겪다, 통하다
  2. 완성하다, 채우다, 완료하다
  3. 벌리다, 펴다, 바르다
  4. 도착하다, 닿다, 달성하다
  1. to go through, pass through
  2. to pass through, complete
  3. (of reports) to go abroad, spread
  4. (of sensations, thoughts) to shoot through one
  5. to pass through and reach, to arrive at
  6. to go through in detail, tell all through

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διέρχομαι

(나는) 통과한다

διέρχει, διέρχῃ

(너는) 통과한다

διέρχεται

(그는) 통과한다

쌍수 διέρχεσθον

(너희 둘은) 통과한다

διέρχεσθον

(그 둘은) 통과한다

복수 διερχόμεθα

(우리는) 통과한다

διέρχεσθε

(너희는) 통과한다

διέρχονται

(그들은) 통과한다

접속법단수 διέρχωμαι

(나는) 통과하자

διέρχῃ

(너는) 통과하자

διέρχηται

(그는) 통과하자

쌍수 διέρχησθον

(너희 둘은) 통과하자

διέρχησθον

(그 둘은) 통과하자

복수 διερχώμεθα

(우리는) 통과하자

διέρχησθε

(너희는) 통과하자

διέρχωνται

(그들은) 통과하자

기원법단수 διερχοίμην

(나는) 통과하기를 (바라다)

διέρχοιο

(너는) 통과하기를 (바라다)

διέρχοιτο

(그는) 통과하기를 (바라다)

쌍수 διέρχοισθον

(너희 둘은) 통과하기를 (바라다)

διερχοίσθην

(그 둘은) 통과하기를 (바라다)

복수 διερχοίμεθα

(우리는) 통과하기를 (바라다)

διέρχοισθε

(너희는) 통과하기를 (바라다)

διέρχοιντο

(그들은) 통과하기를 (바라다)

명령법단수 διέρχου

(너는) 통과해라

διερχέσθω

(그는) 통과해라

쌍수 διέρχεσθον

(너희 둘은) 통과해라

διερχέσθων

(그 둘은) 통과해라

복수 διέρχεσθε

(너희는) 통과해라

διερχέσθων, διερχέσθωσαν

(그들은) 통과해라

부정사 διέρχεσθαι

통과하는 것

분사 남성여성중성
διερχομενος

διερχομενου

διερχομενη

διερχομενης

διερχομενον

διερχομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διελεύσομαι

(나는) 통과하겠다

διελεύσει, διελεύσῃ

(너는) 통과하겠다

διελεύσεται

(그는) 통과하겠다

쌍수 διελεύσεσθον

(너희 둘은) 통과하겠다

διελεύσεσθον

(그 둘은) 통과하겠다

복수 διελευσόμεθα

(우리는) 통과하겠다

διελεύσεσθε

(너희는) 통과하겠다

διελεύσονται

(그들은) 통과하겠다

기원법단수 διελευσοίμην

(나는) 통과하겠기를 (바라다)

διελεύσοιο

(너는) 통과하겠기를 (바라다)

διελεύσοιτο

(그는) 통과하겠기를 (바라다)

쌍수 διελεύσοισθον

(너희 둘은) 통과하겠기를 (바라다)

διελευσοίσθην

(그 둘은) 통과하겠기를 (바라다)

복수 διελευσοίμεθα

(우리는) 통과하겠기를 (바라다)

διελεύσοισθε

(너희는) 통과하겠기를 (바라다)

διελεύσοιντο

(그들은) 통과하겠기를 (바라다)

부정사 διελεύσεσθαι

통과할 것

분사 남성여성중성
διελευσομενος

διελευσομενου

διελευσομενη

διελευσομενης

διελευσομενον

διελευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διήρχομην

(나는) 통과하고 있었다

διῆρχου

(너는) 통과하고 있었다

διῆρχετο

(그는) 통과하고 있었다

쌍수 διῆρχεσθον

(너희 둘은) 통과하고 있었다

διήρχεσθην

(그 둘은) 통과하고 있었다

복수 διήρχομεθα

(우리는) 통과하고 있었다

διῆρχεσθε

(너희는) 통과하고 있었다

διῆρχοντο

(그들은) 통과하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀναδασμὸν δὲ τῆσ γῆσ ποιήσασ καὶ ἅπασιν ἴσον κλῆρον τοῖσ πολίταισ νείμασ, λέγεται ὕστερόν ποτε χρόνῳ τὴν χώραν διερχόμενον ἐξ ἀποδημίασ ἄρτι τεθερισμένην, ἰδόντα τοὺσ σωροὺσ κειμένουσ παρ’ ἀλλήλουσ καὶ ὁμαλοὺσ ἡσθῆναι, καὶ μειδιάσαντα εἰπεῖν πρὸσ τοὺσ παρόντασ ὡσ ἡ Λακωνικὴ φαίνεται πᾶσα πολλῶν ἀδελφῶν εἶναι νεωστὶ νενεμημένων. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 21)

    (플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 21)

  • λέγεται δ̓ αὐτὸν ὕστερόν ποτε χρόνῳ τὴν χώραν διερχόμενον ἐξ ἀποδημίασ ἄρτι τεθερισμένην, ὁρῶντα τοὺσ σωροὺσ παραλλήλουσ καὶ ὁμαλεῖσ, μειδιᾶσαι, καὶ εἰπεῖν πρὸσ τοὺσ παρόντασ ὡσ ἡ Λακωνικὴ φαίνεται πᾶσα πολλῶν ἀδελφῶν εἶναι νεωστὶ νενεμημένων. (Plutarch, Lycurgus, chapter 8 4:3)

    (플루타르코스, Lycurgus, chapter 8 4:3)

  • διερχόμενον δ’ αὐτὸν τὰσ πύλασ ταραχωδῶσ πάνυ καὶ περὶ πολλοῦ ποιούμενον μηδενὶ ποιῆσαι καταφανὲσ τὸ φερόμενον τῶν φυλάκων τισ καταμαθών ἡ̓͂ν δὲ πολεμίων ἐφόδου δέοσ, καὶ τὰσ πύλασ οἱ μάλιστα πιστευόμενοι πρὸσ τοῦ βασιλέωσ ἐφρούρουν’ συλλαμβάνει τε καὶ τὸ κρυπτὸν ὅ τι δήποτ’ ἦν καταμαθεῖν ἀξιῶν, ἀποκαλύπτει βίᾳ τὴν περιβολήν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 82 6:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 82 6:1)

  • ὡσ ἕνα τῶν πολλῶν καὶ κατ̓ ἐνιαυτὸν καταιρόντων εἰσ Κεγχρεὰσ ἔμπορον ἢ θεωρὸν ἢ πρεσβευτὴν ἢ διερχόμενον, ἀλλ̓ ὡσ μόλισ διὰ μακρῶν χρόνων ἀγαπητὸν ἐπιφαινόμενον, οὕτωσ ἐτιμήσατε. (Dio, Chrysostom, Orationes, 16:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 16:1)

  • ὑπακούει δὲ αὐτῷ καὶ τὸ ἡμέτερον σῶμα καὶ νοσοῦν καὶ ὑγιαῖνον, ὅταν ἐκεῖνοσ θέλῃ, καὶ νεάζον καὶ γηρῶν καὶ τὰσ ἄλλασ διερχόμενον μεταβολάσ. (Epictetus, Works, book 0 3:3)

    (에픽테토스, Works, book 0 3:3)

유의어

  1. 통과하다

  2. 완성하다

  3. 벌리다

  4. to shoot through one

  5. 도착하다

  6. to go through in detail

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION