Ancient Greek-English Dictionary Language

διαπίπτω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαπίπτω διαπεσοῦμαι

Structure: δια (Prefix) + πίπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to fall away, slip away, escape
  2. to spread abroad
  3. to fall asunder, crumble in pieces
  4. to fail utterly, go quite wrong

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπίπτω διαπίπτεις διαπίπτει
Dual διαπίπτετον διαπίπτετον
Plural διαπίπτομεν διαπίπτετε διαπίπτουσιν*
SubjunctiveSingular διαπίπτω διαπίπτῃς διαπίπτῃ
Dual διαπίπτητον διαπίπτητον
Plural διαπίπτωμεν διαπίπτητε διαπίπτωσιν*
OptativeSingular διαπίπτοιμι διαπίπτοις διαπίπτοι
Dual διαπίπτοιτον διαπιπτοίτην
Plural διαπίπτοιμεν διαπίπτοιτε διαπίπτοιεν
ImperativeSingular διαπίπτε διαπιπτέτω
Dual διαπίπτετον διαπιπτέτων
Plural διαπίπτετε διαπιπτόντων, διαπιπτέτωσαν
Infinitive διαπίπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπιπτων διαπιπτοντος διαπιπτουσα διαπιπτουσης διαπιπτον διαπιπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπίπτομαι διαπίπτει, διαπίπτῃ διαπίπτεται
Dual διαπίπτεσθον διαπίπτεσθον
Plural διαπιπτόμεθα διαπίπτεσθε διαπίπτονται
SubjunctiveSingular διαπίπτωμαι διαπίπτῃ διαπίπτηται
Dual διαπίπτησθον διαπίπτησθον
Plural διαπιπτώμεθα διαπίπτησθε διαπίπτωνται
OptativeSingular διαπιπτοίμην διαπίπτοιο διαπίπτοιτο
Dual διαπίπτοισθον διαπιπτοίσθην
Plural διαπιπτοίμεθα διαπίπτοισθε διαπίπτοιντο
ImperativeSingular διαπίπτου διαπιπτέσθω
Dual διαπίπτεσθον διαπιπτέσθων
Plural διαπίπτεσθε διαπιπτέσθων, διαπιπτέσθωσαν
Infinitive διαπίπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπιπτομενος διαπιπτομενου διαπιπτομενη διαπιπτομενης διαπιπτομενον διαπιπτομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • "ὥστ’ εἰ ταύταισ ἑπομένουσ ἀποφαίνεσθαι περὶ τῶν ἐκτὸσ κελεύουσι, τῆσ δόξησ κρῖμα τὸ εἶναι τῆσ δ’ αἰσθήσεωσ πάθοσ τὸ φαινόμενον ποιοῦντεσ, ἀπὸ τοῦ πάντωσ ἀληθοῦσ τὴν κρίσιν ἐπὶ τὸ διαπῖπτον πολλάκισ μεταφέρουσιν. (Plutarch, Adversus Colotem, section 2517)
  • ἔνθα ὑπομένοντεσ ἀπεκρούοντο τοὺσ πειρωμένουσ ἐπιβαίνειν τῆσ ἄκρασ καὶ τὸ διαπῖπτον ὑπὸ τῆσ ἁλώσεωσ πλῆθοσ ἐμπειρίᾳ στενωπῶν ὑποθέοντεσ ἀνελάμβανον· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 46 2:1)

Synonyms

  1. to fall away

  2. to spread abroad

  3. to fall asunder

  4. to fail utterly

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION