Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐνολισθάνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἐνολισθάνω ἐνολισθήσω ἐνώλισθον

Structure: ἐν (Prefix) + ὀλισθάν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to fall in, to slip and fall

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐνολισθάνω ἐνολισθάνεις ἐνολισθάνει
Dual ἐνολισθάνετον ἐνολισθάνετον
Plural ἐνολισθάνομεν ἐνολισθάνετε ἐνολισθάνουσιν*
SubjunctiveSingular ἐνολισθάνω ἐνολισθάνῃς ἐνολισθάνῃ
Dual ἐνολισθάνητον ἐνολισθάνητον
Plural ἐνολισθάνωμεν ἐνολισθάνητε ἐνολισθάνωσιν*
OptativeSingular ἐνολισθάνοιμι ἐνολισθάνοις ἐνολισθάνοι
Dual ἐνολισθάνοιτον ἐνολισθανοίτην
Plural ἐνολισθάνοιμεν ἐνολισθάνοιτε ἐνολισθάνοιεν
ImperativeSingular ἐνολίσθανε ἐνολισθανέτω
Dual ἐνολισθάνετον ἐνολισθανέτων
Plural ἐνολισθάνετε ἐνολισθανόντων, ἐνολισθανέτωσαν
Infinitive ἐνολισθάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐνολισθανων ἐνολισθανοντος ἐνολισθανουσα ἐνολισθανουσης ἐνολισθανον ἐνολισθανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐνολισθάνομαι ἐνολισθάνει, ἐνολισθάνῃ ἐνολισθάνεται
Dual ἐνολισθάνεσθον ἐνολισθάνεσθον
Plural ἐνολισθανόμεθα ἐνολισθάνεσθε ἐνολισθάνονται
SubjunctiveSingular ἐνολισθάνωμαι ἐνολισθάνῃ ἐνολισθάνηται
Dual ἐνολισθάνησθον ἐνολισθάνησθον
Plural ἐνολισθανώμεθα ἐνολισθάνησθε ἐνολισθάνωνται
OptativeSingular ἐνολισθανοίμην ἐνολισθάνοιο ἐνολισθάνοιτο
Dual ἐνολισθάνοισθον ἐνολισθανοίσθην
Plural ἐνολισθανοίμεθα ἐνολισθάνοισθε ἐνολισθάνοιντο
ImperativeSingular ἐνολισθάνου ἐνολισθανέσθω
Dual ἐνολισθάνεσθον ἐνολισθανέσθων
Plural ἐνολισθάνεσθε ἐνολισθανέσθων, ἐνολισθανέσθωσαν
Infinitive ἐνολισθάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐνολισθανομενος ἐνολισθανομενου ἐνολισθανομενη ἐνολισθανομενης ἐνολισθανομενον ἐνολισθανομενου

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to fall in

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION