ἀπολισθάνω?
Non-contract Verb;
Transliteration: apolisthanō
Principal Part:
ἀπολισθάνω
Structure:
ἀπ
(Prefix)
+
ὀλισθάν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to slip off or away
- to slip away from
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὡς δὲ τοῦτο ἐγένετο, δρομαῖος μὲν ὁ Ζεὺς ὡρ´μησεν ἐπὶ τὴν θάλατταν φέρων αὐτὴν καὶ ἐνήχετο ἐμπεσών, ἡ δὲ πάνυ ἐκπλαγὴς τῷ πράγματι τῇ λαιᾷ μὲν εἴχετο τοῦ κέρατος, ὡς μὴ ἀπολισθάνοι, τῇ ἑτέρᾳ δὲ ἠνεμωμένον τὸν πέπλον ξυνεῖχεν. (Lucian, Dialogi Marini, zephyrus and notus, chapter 2 1:3)
- "ὦ ξένε, κωλύει ταὐτὸν εἶναι καὶ λεπτὸν καὶ πυκνόν, ὥσπερ τὰ σηρικὰ καὶ τὰ βύσσινα τῶν ὑφασμάτων, ἐφ ὧν καὶ Ὅμηρος εἶπε καιροσέων δ ὀθονῶν ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον, ἐνδεικνύμενος τὴν ἀκρίβειαν καὶ λεπτότητα τοῦ ὕφους τῷ μὴ προσμένειν τὸ ἔλαιον ἀλλ ἀπορρεῖν καὶ ἀπολισθάνειν, τῆς λεπτότητος καὶ πυκνότητος οὐ διιείσης· (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 4 5:1)
- ἐστιν ὡς ξύλον οὔτ ἄγαν πυκνὸς ὡς χρυσὸς ἢ λίθος, ἀλλ ἔχει πόρους καὶ οἴμους καὶ τραχύτητας διὰ τὰς ἀνωμαλίας τῷ ἀέρι συμμέτρους, ὥστε μὴ ἀπολισθάνειν ἀλλ ἕδραις τισὶν ἐνισχόμενον καὶ ἀντερείσεσι περιπλοκὴν σύμμετρον ἐχούσαις, ὡς ἂν ἐμπέσῃ πρὸς τὴν λίθον φερόμενος, ἀποβιάζεσθαι καὶ προωθεῖν τὸν σίδηρον. (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 7, section 7 7:1)
- οὕτως ἐπὶ ποσὸν αἰσθάνῃ καὶ αὐτὸς τῆς ἐπαγγελίας τοῦ φιλοσόφου, ἀπολισθάνεις δὲ καὶ συγχέῃ ὑπὸ ἀμελετησίας. (Epictetus, Works, book 4, 14:2)
- πρῶτον μὲν γὰρ ἐκ ῥίζης ἡ πέτρα πλαξὶ κεκάλυπτο λείαις λίθων, εἴς τε κάλλος καὶ ὡς ἀπολισθάνοι πᾶς ὁ προσβαίνειν ἢ κατιέναι πειρώμενος. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 272:1)
Synonyms
-
to slip off or away
- λιταργίζω (to slip away)
- διαπέρχομαι (to slip away one by one)
- διαδύνω (to slip through, to slip through, slip away)
- παραλλάσσω (to slip aside or away)
- παραρρέω (to slip out or off)
- περιολισθάνω (to slip away all round, slip off)
- ὑποδύω (to slip or slink away)
- διολισθάνω (to slip through, to give, the slip)
- διαπίπτω (to fall away, slip away, escape)
- ὑπορρέω (to slip away, to perish, to fall off)
- διεκδύομαι (to slip out through)
- διαρρέω (to slip through)
- ἐνολισθάνω (to fall in, to slip and fall)
- παραφέρω (to let pass, to slip away, escape)
- ὑπεκδύομαι (to slip out of, escape, having slipped out)
-
to slip away from
- λιταργίζω (to slip away)
- διαπέρχομαι (to slip away one by one)
- διαδύνω (to slip through, to slip through, slip away)
- παραλλάσσω (to slip aside or away)
- παραρρέω (to slip out or off)
- περιολισθάνω (to slip away all round, slip off)
- ὑποδύω (to slip or slink away)
- διολισθάνω (to slip through, to give, the slip)
- διαπίπτω (to fall away, slip away, escape)
- ὑπορρέω (to slip away, to perish, to fall off)
- διεκδύομαι (to slip out through)
- διαρρέω (to slip through)
- ἐνολισθάνω (to fall in, to slip and fall)
- παραφέρω (to let pass, to slip away, escape)
- ὑπεκδύομαι (to slip out of, escape, having slipped out)