ὀλισθάνω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ὀλισθάνω
Structure:
ὀλισθάν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to slip, slip and fall, he slipped, to make a slip
- to slip or glide along
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- "οἰκειότητοσ ἐμβλέπων ὠλίσθανον ἀγένειοσ ἁπαλὸσ καὶ νεανίασ καλόσ, ἐμφύντ’ ἀποθανεῖν κἀπιγράμματοσ τυχεῖν. (Plutarch, Amatorius, section 2313)
- ὑγρὸν εὐθὺσ ὀλισθάνει καὶ τὸ κοῦφον οὐχ ἧττον ἢ τὸ θερμὸν ἀποβάλλει , ψυχρότητοσ ἐγγιγνομένησ καὶ τοὐναντίον ὅταν θερμότησ ἐπέλθῃ , πάλιν , ἀναστρέφει τὴν κίνησιν, ἅμα τῷ μεταβαλεῖν εἰσ ἀέρα τῆσ οὐσίασ ἄνω φερομένησ. (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 14 2:1)
- "δεύτερον δὲ καὶ σωμάτων ἤνεγκε κράσεισ καὶ φύσεισ ὁ χρόνοσ ἐκεῖνοσ εὔρουν τι καὶ φορὸν ἐχούσασ πρὸσ ποίησιν, αἷσ εὐθὺσ ἐπεγίγνοντο προθυμίαι καὶ ὁρμαὶ καὶ παρασκευαὶ ψυχῆσ ἑτοιμότητα ποιοῦσαι μικρᾶσ ἔξωθεν ἀρχῆσ καὶ παρατροπῆσ τοῦ φανταστικοῦ δεομένην, ὡσ εὐθὺσ ἕλκεσθαι πρὸσ τὸ οἰκεῖον μόνον, ὡσ λέγει Φιλῖνοσ, ἀστρολόγουσ καὶ φιλοσόφουσ, ἀλλ’ ἐν οἴνῳ τε πολλῷ καὶ πάθει γιγνομένων, οἴκτου τινοσ ὑπορρυέντοσ ἢ χαρᾶσ προσπεσούσησ, ὠλίσθανον εἰσ ἐνῳδὸν γῆρυν ἐρωτικῶν τε κατεπίμπλαντο μέτρων καὶ ᾀσμάτων τὰ συμπόσια καὶ τὰ βιβλία γραμμάτων. (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 234)
- "ἔχει γάρ τινα λόγον τό, πάσησ ἐν ἴσαισ γωνίαισ γιγνομένησ ἀνακλάσεωσ, ὅταν ἡ σελήνη διχότομοσ οὖσα μεσουρανῇ, μὴ φέρεσθαι τὸ φῶσ ἐπὶ γῆσ ἀπ’ αὐτῆσ ἀλλ’ ὀλισθάνειν ἐπέκεινα τῆσ γῆσ· (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 17 2:3)
- αὔτανδροσ δ’ ἐπὶ γῆν ὠλίσθανε Περσὶσ ἄναυδοσ ὀλλυμένη, πρώτη πεῖρα Θεμιστοκλέουσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 296 1:1)
Synonyms
-
to slip
-
to slip or glide along