헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀλισθάνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὀλισθάνω

형태분석: ὀλισθάν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 미끄러지다
  1. to slip, slip and fall, he slipped, to make a slip
  2. to slip or glide along

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὀλισθάνω

(나는) 미끄러진다

ὀλισθάνεις

(너는) 미끄러진다

ὀλισθάνει

(그는) 미끄러진다

쌍수 ὀλισθάνετον

(너희 둘은) 미끄러진다

ὀλισθάνετον

(그 둘은) 미끄러진다

복수 ὀλισθάνομεν

(우리는) 미끄러진다

ὀλισθάνετε

(너희는) 미끄러진다

ὀλισθάνουσιν*

(그들은) 미끄러진다

접속법단수 ὀλισθάνω

(나는) 미끄러지자

ὀλισθάνῃς

(너는) 미끄러지자

ὀλισθάνῃ

(그는) 미끄러지자

쌍수 ὀλισθάνητον

(너희 둘은) 미끄러지자

ὀλισθάνητον

(그 둘은) 미끄러지자

복수 ὀλισθάνωμεν

(우리는) 미끄러지자

ὀλισθάνητε

(너희는) 미끄러지자

ὀλισθάνωσιν*

(그들은) 미끄러지자

기원법단수 ὀλισθάνοιμι

(나는) 미끄러지기를 (바라다)

ὀλισθάνοις

(너는) 미끄러지기를 (바라다)

ὀλισθάνοι

(그는) 미끄러지기를 (바라다)

쌍수 ὀλισθάνοιτον

(너희 둘은) 미끄러지기를 (바라다)

ὀλισθανοίτην

(그 둘은) 미끄러지기를 (바라다)

복수 ὀλισθάνοιμεν

(우리는) 미끄러지기를 (바라다)

ὀλισθάνοιτε

(너희는) 미끄러지기를 (바라다)

ὀλισθάνοιεν

(그들은) 미끄러지기를 (바라다)

명령법단수 ὀλίσθανε

(너는) 미끄러져라

ὀλισθανέτω

(그는) 미끄러져라

쌍수 ὀλισθάνετον

(너희 둘은) 미끄러져라

ὀλισθανέτων

(그 둘은) 미끄러져라

복수 ὀλισθάνετε

(너희는) 미끄러져라

ὀλισθανόντων, ὀλισθανέτωσαν

(그들은) 미끄러져라

부정사 ὀλισθάνειν

미끄러지는 것

분사 남성여성중성
ὀλισθανων

ὀλισθανοντος

ὀλισθανουσα

ὀλισθανουσης

ὀλισθανον

ὀλισθανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὀλισθάνομαι

(나는) 미끄러져진다

ὀλισθάνει, ὀλισθάνῃ

(너는) 미끄러져진다

ὀλισθάνεται

(그는) 미끄러져진다

쌍수 ὀλισθάνεσθον

(너희 둘은) 미끄러져진다

ὀλισθάνεσθον

(그 둘은) 미끄러져진다

복수 ὀλισθανόμεθα

(우리는) 미끄러져진다

ὀλισθάνεσθε

(너희는) 미끄러져진다

ὀλισθάνονται

(그들은) 미끄러져진다

접속법단수 ὀλισθάνωμαι

(나는) 미끄러져지자

ὀλισθάνῃ

(너는) 미끄러져지자

ὀλισθάνηται

(그는) 미끄러져지자

쌍수 ὀλισθάνησθον

(너희 둘은) 미끄러져지자

ὀλισθάνησθον

(그 둘은) 미끄러져지자

복수 ὀλισθανώμεθα

(우리는) 미끄러져지자

ὀλισθάνησθε

(너희는) 미끄러져지자

ὀλισθάνωνται

(그들은) 미끄러져지자

기원법단수 ὀλισθανοίμην

(나는) 미끄러져지기를 (바라다)

ὀλισθάνοιο

(너는) 미끄러져지기를 (바라다)

ὀλισθάνοιτο

(그는) 미끄러져지기를 (바라다)

쌍수 ὀλισθάνοισθον

(너희 둘은) 미끄러져지기를 (바라다)

ὀλισθανοίσθην

(그 둘은) 미끄러져지기를 (바라다)

복수 ὀλισθανοίμεθα

(우리는) 미끄러져지기를 (바라다)

ὀλισθάνοισθε

(너희는) 미끄러져지기를 (바라다)

ὀλισθάνοιντο

(그들은) 미끄러져지기를 (바라다)

명령법단수 ὀλισθάνου

(너는) 미끄러져져라

ὀλισθανέσθω

(그는) 미끄러져져라

쌍수 ὀλισθάνεσθον

(너희 둘은) 미끄러져져라

ὀλισθανέσθων

(그 둘은) 미끄러져져라

복수 ὀλισθάνεσθε

(너희는) 미끄러져져라

ὀλισθανέσθων, ὀλισθανέσθωσαν

(그들은) 미끄러져져라

부정사 ὀλισθάνεσθαι

미끄러져지는 것

분사 남성여성중성
ὀλισθανομενος

ὀλισθανομενου

ὀλισθανομενη

ὀλισθανομενης

ὀλισθανομενον

ὀλισθανομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὠλίσθανον

(나는) 미끄러지고 있었다

ὠλίσθανες

(너는) 미끄러지고 있었다

ὠλίσθανεν*

(그는) 미끄러지고 있었다

쌍수 ὠλισθάνετον

(너희 둘은) 미끄러지고 있었다

ὠλισθανέτην

(그 둘은) 미끄러지고 있었다

복수 ὠλισθάνομεν

(우리는) 미끄러지고 있었다

ὠλισθάνετε

(너희는) 미끄러지고 있었다

ὠλίσθανον

(그들은) 미끄러지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὠλισθανόμην

(나는) 미끄러져지고 있었다

ὠλισθάνου

(너는) 미끄러져지고 있었다

ὠλισθάνετο

(그는) 미끄러져지고 있었다

쌍수 ὠλισθάνεσθον

(너희 둘은) 미끄러져지고 있었다

ὠλισθανέσθην

(그 둘은) 미끄러져지고 있었다

복수 ὠλισθανόμεθα

(우리는) 미끄러져지고 있었다

ὠλισθάνεσθε

(너희는) 미끄러져지고 있었다

ὠλισθάνοντο

(그들은) 미끄러져지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "οἰκειότητοσ ἐμβλέπων ὠλίσθανον ἀγένειοσ ἁπαλὸσ καὶ νεανίασ καλόσ, ἐμφύντ’ ἀποθανεῖν κἀπιγράμματοσ τυχεῖν. (Plutarch, Amatorius, section 2313)

    (플루타르코스, Amatorius, section 2313)

  • ὑγρὸν εὐθὺσ ὀλισθάνει καὶ τὸ κοῦφον οὐχ ἧττον ἢ τὸ θερμὸν ἀποβάλλει , ψυχρότητοσ ἐγγιγνομένησ καὶ τοὐναντίον ὅταν θερμότησ ἐπέλθῃ , πάλιν , ἀναστρέφει τὴν κίνησιν, ἅμα τῷ μεταβαλεῖν εἰσ ἀέρα τῆσ οὐσίασ ἄνω φερομένησ. (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 14 2:1)

    (플루타르코스, De primo frigido, chapter, section 14 2:1)

  • "δεύτερον δὲ καὶ σωμάτων ἤνεγκε κράσεισ καὶ φύσεισ ὁ χρόνοσ ἐκεῖνοσ εὔρουν τι καὶ φορὸν ἐχούσασ πρὸσ ποίησιν, αἷσ εὐθὺσ ἐπεγίγνοντο προθυμίαι καὶ ὁρμαὶ καὶ παρασκευαὶ ψυχῆσ ἑτοιμότητα ποιοῦσαι μικρᾶσ ἔξωθεν ἀρχῆσ καὶ παρατροπῆσ τοῦ φανταστικοῦ δεομένην, ὡσ εὐθὺσ ἕλκεσθαι πρὸσ τὸ οἰκεῖον μόνον, ὡσ λέγει Φιλῖνοσ, ἀστρολόγουσ καὶ φιλοσόφουσ, ἀλλ’ ἐν οἴνῳ τε πολλῷ καὶ πάθει γιγνομένων, οἴκτου τινοσ ὑπορρυέντοσ ἢ χαρᾶσ προσπεσούσησ, ὠλίσθανον εἰσ ἐνῳδὸν γῆρυν ἐρωτικῶν τε κατεπίμπλαντο μέτρων καὶ ᾀσμάτων τὰ συμπόσια καὶ τὰ βιβλία γραμμάτων. (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 234)

    (플루타르코스, De Pythiae oraculis, section 234)

  • "ἔχει γάρ τινα λόγον τό, πάσησ ἐν ἴσαισ γωνίαισ γιγνομένησ ἀνακλάσεωσ, ὅταν ἡ σελήνη διχότομοσ οὖσα μεσουρανῇ, μὴ φέρεσθαι τὸ φῶσ ἐπὶ γῆσ ἀπ’ αὐτῆσ ἀλλ’ ὀλισθάνειν ἐπέκεινα τῆσ γῆσ· (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 17 2:3)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 17 2:3)

  • αὔτανδροσ δ’ ἐπὶ γῆν ὠλίσθανε Περσὶσ ἄναυδοσ ὀλλυμένη, πρώτη πεῖρα Θεμιστοκλέουσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 296 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 296 1:1)

유의어

  1. 미끄러지다

  2. to slip or glide along

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION