헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπορρέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπορρέω ὑπορυήσομαι

형태분석: ὑπορρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 죽다, 소멸하다, 사라지다, 떨어지다
  1. to flow under or beneath
  2. to flow gradually away, to stream gradually to
  3. to slip or glide into unperceived
  4. to slip away, to perish, to fall off

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπόρρω

ὑπόρρεις

ὑπόρρει

쌍수 ὑπόρρειτον

ὑπόρρειτον

복수 ὑπόρρουμεν

ὑπόρρειτε

ὑπόρρουσιν*

접속법단수 ὑπόρρω

ὑπόρρῃς

ὑπόρρῃ

쌍수 ὑπόρρητον

ὑπόρρητον

복수 ὑπόρρωμεν

ὑπόρρητε

ὑπόρρωσιν*

기원법단수 ὑπόρροιμι

ὑπόρροις

ὑπόρροι

쌍수 ὑπόρροιτον

ὑπορροίτην

복수 ὑπόρροιμεν

ὑπόρροιτε

ὑπόρροιεν

명령법단수 ὑπο͂ρρει

ὑπορρεῖτω

쌍수 ὑπόρρειτον

ὑπορρεῖτων

복수 ὑπόρρειτε

ὑπορροῦντων, ὑπορρεῖτωσαν

부정사 ὑπόρρειν

분사 남성여성중성
ὑπορρων

ὑπορρουντος

ὑπορρουσα

ὑπορρουσης

ὑπορρουν

ὑπορρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπόρρουμαι

ὑπόρρει, ὑπόρρῃ

ὑπόρρειται

쌍수 ὑπόρρεισθον

ὑπόρρεισθον

복수 ὑπορροῦμεθα

ὑπόρρεισθε

ὑπόρρουνται

접속법단수 ὑπόρρωμαι

ὑπόρρῃ

ὑπόρρηται

쌍수 ὑπόρρησθον

ὑπόρρησθον

복수 ὑπορρώμεθα

ὑπόρρησθε

ὑπόρρωνται

기원법단수 ὑπορροίμην

ὑπόρροιο

ὑπόρροιτο

쌍수 ὑπόρροισθον

ὑπορροίσθην

복수 ὑπορροίμεθα

ὑπόρροισθε

ὑπόρροιντο

명령법단수 ὑπόρρου

ὑπορρεῖσθω

쌍수 ὑπόρρεισθον

ὑπορρεῖσθων

복수 ὑπόρρεισθε

ὑπορρεῖσθων, ὑπορρεῖσθωσαν

부정사 ὑπόρρεισθαι

분사 남성여성중성
ὑπορρουμενος

ὑπορρουμενου

ὑπορρουμενη

ὑπορρουμενης

ὑπορρουμενον

ὑπορρουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to flow under or beneath

  2. to flow gradually away

  3. to slip or glide into unperceived

  4. 죽다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION