ὑπορρέω
ε 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὑπορρέω
ὑπορυήσομαι
형태분석:
ὑπορρέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 죽다, 소멸하다, 사라지다, 떨어지다
- to flow under or beneath
- to flow gradually away, to stream gradually to
- to slip or glide into unperceived
- to slip away, to perish, to fall off
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ̔λόγοσ καὶ φήμη ὑπορρεῖ, ὡσ ὁ θεὸσ οὗτοσ ὑπὸ τῆσ μητρυιᾶσ Ἥρασ διεφορήθη τῆσ ψυχῆσ τὴν γνώμην διὸ τάσ τε βακχείασ καὶ τὴν μανικὴν πᾶσαν ἐμβάλλει χορείαν τιμωρούμενοσ, ὅθεν καὶ τὸν οἶνον ἐπὶ τοῦτ’ αὐτὸ δεδώρηται. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 55 2:1)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 55 2:1)
- ἀμοιρεῖ δ’ οὔτε ὕδατοσ οὔτε φωτόσ, ἀλλὰ πηγὴ μέν ἡδίστου νάματοσ ὑπορρεῖ παρὰ τὸν κρημνόν, αὐτοφυεῖσ δὲ ῥωχμοὶ τῆσ πέτρασ ᾗ μάλιστα περιπίπτει τὸ φῶσ ἔξωθεν ὑπολαμβάνουσι, καὶ καταλάμπεται ἡμέρασ τὸ χωρίον, ὁ δ’ ἐντὸσ ἀὴρ ἀστάλακτοσ καὶ καθαρόσ, πυκνότητι τῆσ πέτρασ τὸ νοτερὸν καὶ ἀποτηκόμενον εἰσ τὴν πηγὴν ἐκπιεζούσησ. (Plutarch, chapter 4 5:1)
(플루타르코스, chapter 4 5:1)
- εἴτε μᾶλλον ὑπέκκαυμα τῆσ φλογὸσ ὑπορρεῖ τὸ ὑγρὸν ἐκ τῆσ γῆσ φύσιν λιπαρὰν καὶ πυριγόνον ἐχούσησ. (Plutarch, Alexander, chapter 35 6:4)
(플루타르코스, Alexander, chapter 35 6:4)
- λόγοσ τισ ἅμα καὶ φήμη ὑπορρεῖ πωσ ὡσ ὁ θεὸσ οὗτοσ ὑπὸ τῆσ μητρυᾶσ Ἥρασ διεφορήθη τῆσ ψυχῆσ τὴν γνώμην, διὸ τάσ τε βακχείασ καὶ πᾶσαν τὴν μανικὴν ἐμβάλλει χορείαν τιμωρούμενοσ· (Plato, Laws, book 2 120:1)
(플라톤, Laws, book 2 120:1)
- οὐδὲ γὰρ ἐργάζεται, ἔφη, ἄλλο γε ἢ κατὰ σμικρὸν εἰσοικισαμένη ἠρέμα ὑπορρεῖ πρὸσ τὰ ἤθη τε καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα· (Plato, Republic, book 4 96:1)
(플라톤, Republic, book 4 96:1)
유의어
-
to flow under or beneath
-
to flow gradually away
- ὑπεκρέω (to flow out under, to pass away gradually, to slip out)
- συρρέω (to flow together or in one stream, to flow or stream together)
- ὑπεξελαύνω (to drive away gradually)
- ὑπεκρήγνυμαι (to be gradually broken away)
-
to slip or glide into unperceived
-
죽다