헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαδύνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαδύνω διαδύσομαι διέδυν

형태분석: διαδύν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 피하다, 회피하다, 탈출하다
  1. to slip through, to slip through, slip away
  2. to evade, shirk

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαδύνω

διαδύνεις

διαδύνει

쌍수 διαδύνετον

διαδύνετον

복수 διαδύνομεν

διαδύνετε

διαδύνουσιν*

접속법단수 διαδύνω

διαδύνῃς

διαδύνῃ

쌍수 διαδύνητον

διαδύνητον

복수 διαδύνωμεν

διαδύνητε

διαδύνωσιν*

기원법단수 διαδύνοιμι

διαδύνοις

διαδύνοι

쌍수 διαδύνοιτον

διαδυνοίτην

복수 διαδύνοιμεν

διαδύνοιτε

διαδύνοιεν

명령법단수 διάδυνε

διαδυνέτω

쌍수 διαδύνετον

διαδυνέτων

복수 διαδύνετε

διαδυνόντων, διαδυνέτωσαν

부정사 διαδύνειν

분사 남성여성중성
διαδυνων

διαδυνοντος

διαδυνουσα

διαδυνουσης

διαδυνον

διαδυνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαδύνομαι

διαδύνει, διαδύνῃ

διαδύνεται

쌍수 διαδύνεσθον

διαδύνεσθον

복수 διαδυνόμεθα

διαδύνεσθε

διαδύνονται

접속법단수 διαδύνωμαι

διαδύνῃ

διαδύνηται

쌍수 διαδύνησθον

διαδύνησθον

복수 διαδυνώμεθα

διαδύνησθε

διαδύνωνται

기원법단수 διαδυνοίμην

διαδύνοιο

διαδύνοιτο

쌍수 διαδύνοισθον

διαδυνοίσθην

복수 διαδυνοίμεθα

διαδύνοισθε

διαδύνοιντο

명령법단수 διαδύνου

διαδυνέσθω

쌍수 διαδύνεσθον

διαδυνέσθων

복수 διαδύνεσθε

διαδυνέσθων, διαδυνέσθωσαν

부정사 διαδύνεσθαι

분사 남성여성중성
διαδυνομενος

διαδυνομενου

διαδυνομενη

διαδυνομενης

διαδυνομενον

διαδυνομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to slip through

  2. 피하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION