διαλαμβάνω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
διαλαμβάνω
διαλήψομαι
διέλαβον
διείληφα
διείλημμαι
형태분석:
δια
(접두사)
+
λαμβάν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 잡다, 체포하다, 장악하다, 붙잡다
- 나누다, 분할하다, 나누이다, 연회를 베풀다
- 끊다, 잘라버리다, 중단시키다
- 구별하다, 분간하다, 식별하다, 분명히 알아 차리다
- 구별하다, 분간하다, 식별하다
- to take or receive severally, each for himself, each his share
- to grasp or lay hold of separately, to seize, arrest
- to seize by the middle
- to divide, divided, having their weight distributed
- to mark at intervals
- to cut off, intercept
- to mark off, distinguish, marked with various
- to distinguish, to state distinctly
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐν γὰρ δὴ τοῖσ λόγοισ τούτοισ μακροτέρασ τὰσ διηγήσεισ οὔσασ οὐχ ἅμα τίθησιν ὅλασ, ἀλλὰ κατὰ μέρη διαλαμβάνων ἐφ’ ἑκάστῳ κεφαλαίῳ τούσ τε μάρτυρασ ἐπάγεται καὶ τὰσ ἄλλασ παρέχεται πίστεισ, δεδοικώσ, παρ’ ὅσα γοῦν ἐμοὶ δοκεῖ, μὴ δυσπαρακολούθητοσ γένηται διὰ τὸ πλῆθοσ τῶν κεφαλαίων ὁ λόγοσ καὶ πελαγίσῃ, αἵ τε πίστεισ εἰσ ἓν χωρίον ἅπασαι συναχθεῖσαι, πολλαὶ καὶ περὶ πολλῶν οὖσαι πραγμάτων, μὴ συνταράξωσι τὴν σαφήνειαν. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 14 1:2)
(디오니시오스, chapter 14 1:2)
- "ὃ δὲ ἐποίει δήπου καὶ ι μὴ λέγοντοσ οὐκ ἄδηλον καλεῖται δ’ οὗτοσ ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων Παράβυστοσ διὰ τὸ καὶ τῶν μὴ παραδεχομένων ὅμωσ τεχνικώτατα κολακεύων παρεμπίπτειν ἐσ τὰσ ὁμιλίασ, ἅτεροσ δ’ ἦν ἐπί τινοσ δίφρου κειμένου παρ’ αὐτὴν τὴν κλίνην καὶ τοῦ νεανίσκου τὴν χεῖρα παρεικότοσ ἐκκρεμάμενοσ ταύτησ καὶ προσπεπτωκὼσ κατέψηχέ τε καὶ τῶν δακτύλων ἕκαστον ἐν μέρει διαλαμβάνων εἷλκέ τε καὶ ἐξέτεινεν ὥστε τὸν πρῶτον αὐτὸν ἐπονομάσαντα Σικύαν εὐστόχωσ εἰρηκέναι δοκεῖν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 703)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 703)
- ἡμεῖσ δὲ καταβάντεσ εἰσ τὸ γυμνάσιον ἐνετυγχάνομεν τοῖσ φίλοισ, καὶ διαλαμβάνων ἄλλοσ ἄλλον ἐν τῷ συμπαλαίειν τὰ μὲν ἐπυνθάνετο τὰ δ’ ἔφραζε καὶ συνετάττετο πρὸσ τὴν πρᾶξιν. (Plutarch, De genio Socratis, section 25 6:1)
(플루타르코스, De genio Socratis, section 25 6:1)
- ἐπὶ τούτοισ εἱστία τοὺσ Ἕλληνασ, ἐγυμνασιάρχει δὲ Ἀθηναίοισ, καὶ τὰ τῆσ ἡγεμονίασ παράσημα καταλιπὼν οἴκοι μετὰ τῶν γυμνασιαρχικῶν ῥάβδων ἐν ἱματίῳ καὶ φαικασίοισ προῄει καὶ διαλαμβάνων τοὺσ νεανίσκουσ ἐτραχήλιζεν. (Plutarch, Antony, chapter 33 4:2)
(플루타르코스, Antony, chapter 33 4:2)
- διαλαμβάνων γὰρ ἕκαστον ἡμῶν ἐν μέρει, τῷ μὲν ἔρανον συστήσειν ἐπηγγέλλετο καὶ βοηθήσειν τοῖσ ἰδίοισ, τὸν δὲ εἰσ στρατηγίαν καταστήσειν· (Aeschines, Speeches, , section 411)
(아이스키네스, 연설, , section 411)
유의어
-
잡다
-
to seize by the middle
- μεσόω (to be in the middle of, in the middle of)
-
나누다
-
to mark at intervals
-
끊다
-
구별하다
파생어
- ἀναλαμβάνω (취하다, 잡다, 가득 채우다)
- ἀπολαμβάνω (받아들이다, 받다, 승인하다)
- ἐκλαμβάνω (이해하다, 파악하다, 인식하다)
- ἐπαναλαμβάνω (반복하다, 되풀이하다, 중복되다)
- ἐπιλαμβάνω (받다, 얻다, 잡다)
- καταλαμβάνω (잡다, 쥐다, 가지다)
- λαμβάνω (잡다, 쥐다, 약탈하다)
- μεταλαμβάνω (~에 대한 권리를 주장하다, 장악하다, 가까이하다)
- παραλαμβάνω (떠맡다, 착수하다, 시작하다)
- περιλαμβάνω (안다, 품다, 포옹하다)
- προκαταλαμβάνω (사전에 취하다, 미리 장악하다, 선점하다)
- προλαμβάνω (제공하다, 공급하다, 갖추다)
- προσαναλαμβάνω (회복하다, 돌이키다)
- προσλαμβάνω (쥐다, 잡다, 물다)
- προυπολαμβάνω (to assume beforehand)
- συγκαταλαμβάνω (잡다, 장악하다, 포획하다)
- συλλαμβάνω (모으다, 거두다, 수집하다)
- συμπαραλαμβάνω (to take along with, take in as an adjunct)
- συμπεριλαμβάνω (이해하다, ~와 비교하다, 파악하다)
- συναπολαμβάνω (to receive in common or at once)
- ὑπολαμβάνω (취하다, 잡다, 지지하다)