헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαλαμβάνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαλαμβάνω διαλήψομαι διέλαβον διείληφα διείλημμαι

형태분석: δια (접두사) + λαμβάν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 잡다, 체포하다, 장악하다, 붙잡다
  2. 나누다, 분할하다, 나누이다, 연회를 베풀다
  3. 끊다, 잘라버리다, 중단시키다
  4. 구별하다, 분간하다, 식별하다, 분명히 알아 차리다
  5. 구별하다, 분간하다, 식별하다
  1. to take or receive severally, each for himself, each his share
  2. to grasp or lay hold of separately, to seize, arrest
  3. to seize by the middle
  4. to divide, divided, having their weight distributed
  5. to mark at intervals
  6. to cut off, intercept
  7. to mark off, distinguish, marked with various
  8. to distinguish, to state distinctly

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαλαμβάνω

διαλαμβάνεις

διαλαμβάνει

쌍수 διαλαμβάνετον

διαλαμβάνετον

복수 διαλαμβάνομεν

διαλαμβάνετε

διαλαμβάνουσιν*

접속법단수 διαλαμβάνω

διαλαμβάνῃς

διαλαμβάνῃ

쌍수 διαλαμβάνητον

διαλαμβάνητον

복수 διαλαμβάνωμεν

διαλαμβάνητε

διαλαμβάνωσιν*

기원법단수 διαλαμβάνοιμι

διαλαμβάνοις

διαλαμβάνοι

쌍수 διαλαμβάνοιτον

διαλαμβανοίτην

복수 διαλαμβάνοιμεν

διαλαμβάνοιτε

διαλαμβάνοιεν

명령법단수 διαλάμβανε

διαλαμβανέτω

쌍수 διαλαμβάνετον

διαλαμβανέτων

복수 διαλαμβάνετε

διαλαμβανόντων, διαλαμβανέτωσαν

부정사 διαλαμβάνειν

분사 남성여성중성
διαλαμβανων

διαλαμβανοντος

διαλαμβανουσα

διαλαμβανουσης

διαλαμβανον

διαλαμβανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαλαμβάνομαι

διαλαμβάνει, διαλαμβάνῃ

διαλαμβάνεται

쌍수 διαλαμβάνεσθον

διαλαμβάνεσθον

복수 διαλαμβανόμεθα

διαλαμβάνεσθε

διαλαμβάνονται

접속법단수 διαλαμβάνωμαι

διαλαμβάνῃ

διαλαμβάνηται

쌍수 διαλαμβάνησθον

διαλαμβάνησθον

복수 διαλαμβανώμεθα

διαλαμβάνησθε

διαλαμβάνωνται

기원법단수 διαλαμβανοίμην

διαλαμβάνοιο

διαλαμβάνοιτο

쌍수 διαλαμβάνοισθον

διαλαμβανοίσθην

복수 διαλαμβανοίμεθα

διαλαμβάνοισθε

διαλαμβάνοιντο

명령법단수 διαλαμβάνου

διαλαμβανέσθω

쌍수 διαλαμβάνεσθον

διαλαμβανέσθων

복수 διαλαμβάνεσθε

διαλαμβανέσθων, διαλαμβανέσθωσαν

부정사 διαλαμβάνεσθαι

분사 남성여성중성
διαλαμβανομενος

διαλαμβανομενου

διαλαμβανομενη

διαλαμβανομενης

διαλαμβανομενον

διαλαμβανομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 잡다

  2. to seize by the middle

  3. 나누다

  4. to mark at intervals

  5. 끊다

  6. 구별하다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION