Ancient Greek-English Dictionary Language

δεξιός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δεξιός δεξιά̄ δεξιόν

Structure: δεξι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: de/xomai

Sense

  1. right (hand, side).
  2. fortunate
  3. northward
  4. able
  5. courteous

Examples

  • ὁ προσφέρων τὸ αἷμα τοῦ σωτηρίου καὶ τὸ στέαρ τὸ ἀπὸ τῶν υἱῶν Ἀαρών, αὐτῷ ἔσται ὁ βραχίων ὁ δεξιὸσ ἐν μερίδι. (Septuagint, Liber Leviticus 7:33)
  • ὦ οἱ ποιμαίνοντεσ τὰ μάταια καὶ οἱ καταλελοιπότεσ τὰ πρόβατα. μάχαιρα ἐπὶ τοὺσ βραχίονασ αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὸν ὀφθαλμὸν τὸν δεξιὸν αὐτοῦ. ὁ βραχίων αὐτοῦ ξηραινόμενοσ ξηρανθήσεται, καὶ ὁ ὀφθαλμὸσ ὁ δεξιὸσ αὐτοῦ ἐκτυφλούμενοσ ἐκτυφλωθήσεται. (Septuagint, Prophetia Zachariae 11:17)
  • "εἰ καὶ ὁ δεξιὸσ μόνοσ ἀετῶδεσ βλέποι· (Lucian, Icaromenippus, (no name) 14:15)
  • ἐξ οὗ γε χοροῖσιν ἐφέστηκεν τρυγικοῖσ ὁ διδάσκαλοσ ἡμῶν, οὔπω παρέβη πρὸσ τὸ θέατρον λέξων ὡσ δεξιόσ ἐστιν· (Aristophanes, Acharnians, Parabasis, parabasis1)
  • Ὁ ναύκληροσ αὐτὸσ διηγεῖτό μοι, χρηστὸσ ἀνὴρ καὶ προσομιλῆσαι δεξιόσ. (Lucian, 14:3)

Synonyms

  1. right

  2. fortunate

  3. able

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION