βαρύς
First/Third declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
βαρύς
βαρεῖα
βαρύ
Structure:
βαρυ
(Stem)
+
ς
(Ending)
Etym.: poet. gen. pl. fem. barew=n for bareiw=n
Sense
- heavy, burdensome, oppressive
- weighty
- deep, hollow, loud (voice)
- grievous, troublesome, painful
- unwholesome
- hard, cruel
- strong, mighty
Declension
First/Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὁ Θεὸσ ἐν τοῖσ βάρεσιν αὐτῆσ γινώσκεται, ὅταν ἀντιλαμβάνηται αὐτῆσ. (Septuagint, Liber Psalmorum 47:4)
- δύναμισ οὐδεμία τὴν ἀντικειμένην αὐτῇ στέρησιν ἐπιοῦσαν οὐδὲ ποιεῖ κοινωνὸν ἀλλ’ ἀντεξανίσταται θερμὰ δ’ ἐστίν,, ἄχρι οὗ κεραννύμενα ψυχροῖσ ὑπομένει, καθάπερ μέλανα λευκοῖσ καὶ βαρέσιν ὁζέα καὶ γλυκέσιν αὐστηρά, παρέχοντα τῇ κοινωνίᾳ ταύτῃ καὶ ἁρμονίᾳ χρωμάτων τε καὶ φθόγγων καὶ φαρμάκων καὶ ὄψων προσφιλεῖσ πολλὰσ καὶ φιλανθρώπουσ γενέσεισ. (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 3 3:1)
- ἂν γὰρ τὸ λευκότατον ἐμβάλῃσ ἔριον εἰσ ὕδωρ ἢ ἱμάτιον, ἀναφαίνεται μέλαν καὶ διαμένει, μέχρι ἂν ὑπὸ θερμότητοσ ἐξικμασθῇ τὸ ὑγρὸν ἤ τισι στρέβλαισ καὶ βάρεσιν ἐκπιεσθῇ τῆσ τε γῆσ ὕδατι ῥαινομένησ, διαμελαίνουσιν οἱ καταλαμβανόμενοι ταῖσ σταγόσι τόποι, τῶν ἄλλων ὁμοίων μενόντων. (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 13 3:2)
- κρημνώδουσ δ’ οὔσησ καὶ δυσβάτου τῆσ ὁδοῦ συνέβαινε τούσ τε ἐλέφαντασ καὶ τοὺσ ἱππεῖσ, ἔτι δὲ τοὺσ ἐν τοῖσ βαρέσιν ὅπλοισ κινδυνεύειν ἅμα καὶ πονεῖν, ἀδυνατοῦντασ ἑαυτοῖσ βοηθῆσαι. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 19 7:1)
- τὸν γὰρ πύκτην ἢ παγκρατιαστὴν τοῦ σταδιέωσ δύσκολον περιγενέσθαι, καὶ πάλιν τὸν ἐν τοῖσ κούφοισ ἀθλήμασι πρωτεύοντα καταγωνίσασθαι τοὺσ ἐν τοῖσ βαρέσιν ὑπερέχοντασ δυσχερὲσ κατανοῆσαι. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 4, chapter 14 2:2)
Synonyms
-
heavy
-
weighty
-
deep
-
grievous
- ἀλγινόεις (painful, grievous)
- ἀνιαρός (grievous, troublesome, annoying)
- ἀλγεινός (giving pain, painful, grievous)
- ἀνιαρός (painful, grievous, distressing)
- πονηρός (toilsome, painful, grievous)
- χαλεπός (hard to bear, painful, grievous)
- λυπρός (causing pain, offensive, troublesome)
- ἀπράγμων (not troublesome or painful, without trouble)
-
hard
-
strong
- σθεναρός (strong, mighty)
- ῥωμαλέος (mighty, strong)
- κρατύς (strong, mighty)
- ἰσχυρός (strong, mighty)
- ἀλκαῖος (strong, mighty)
- δυνατός (strong, mighty)
- ὑπερμενής (exceeding mighty, exceeding strong)
- κρατερός (strong, stout, mighty)
- κρατερός (strong, mighty, cruel)
- κραταιός (strong, mighty, resistless)
- ὄβριμος (strong, mighty, mightily)
- ζαμενής (very strong, mighty, raging)
- καρτερόθυμος (stout-hearted, strong, mighty)
- καρτερός (strong)
- ἐπαλκής (strong)
- κρατερός (strong, vehement, mighty)