헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄτιμος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἄτιμος ἄτιμη ἄτιμον

형태분석: ἀ (접두사) + τιμ (어간) + ος (어미)

어원: timh/ I

  1. 가치가 없는, 칭찬 받을 가치가 없는, 신용할 수 없는
  2. 빈곤한, 가난한, 불우한, 결핍한
  1. unhonoured, dishonoured, less honourable, without the honour of . . , not deemed worthy of . ., unworthy
  2. deprived of privileges, deprived of, deprived of the right
  3. without price or value, without payment made
  4. unrevenged
  5. dishonourably, ignominiously

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ά̓τιμος

가치가 없는 (이)가

ἄτίμη

가치가 없는 (이)가

ά̓τιμον

가치가 없는 (것)가

속격 ἀτίμου

가치가 없는 (이)의

ἄτίμης

가치가 없는 (이)의

ἀτίμου

가치가 없는 (것)의

여격 ἀτίμῳ

가치가 없는 (이)에게

ἄτίμῃ

가치가 없는 (이)에게

ἀτίμῳ

가치가 없는 (것)에게

대격 ά̓τιμον

가치가 없는 (이)를

ἄτίμην

가치가 없는 (이)를

ά̓τιμον

가치가 없는 (것)를

호격 ά̓τιμε

가치가 없는 (이)야

ἄτίμη

가치가 없는 (이)야

ά̓τιμον

가치가 없는 (것)야

쌍수주/대/호 ἀτίμω

가치가 없는 (이)들이

ἄτίμᾱ

가치가 없는 (이)들이

ἀτίμω

가치가 없는 (것)들이

속/여 ἀτίμοιν

가치가 없는 (이)들의

ἄτίμαιν

가치가 없는 (이)들의

ἀτίμοιν

가치가 없는 (것)들의

복수주격 ά̓τιμοι

가치가 없는 (이)들이

ά̓́τιμαι

가치가 없는 (이)들이

ά̓τιμα

가치가 없는 (것)들이

속격 ἀτίμων

가치가 없는 (이)들의

ἄτιμῶν

가치가 없는 (이)들의

ἀτίμων

가치가 없는 (것)들의

여격 ἀτίμοις

가치가 없는 (이)들에게

ἄτίμαις

가치가 없는 (이)들에게

ἀτίμοις

가치가 없는 (것)들에게

대격 ἀτίμους

가치가 없는 (이)들을

ἄτίμᾱς

가치가 없는 (이)들을

ά̓τιμα

가치가 없는 (것)들을

호격 ά̓τιμοι

가치가 없는 (이)들아

ά̓́τιμαι

가치가 없는 (이)들아

ά̓τιμα

가치가 없는 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ά̓τιμος

ἀτίμου

가치가 없는 (이)의

ἀτιμώτερος

ἀτιμωτέρου

더 가치가 없는 (이)의

ἀτιμώτατος

ἀτιμωτάτου

가장 가치가 없는 (이)의

부사 ἀτίμως

ἀτιμώτερον

ἀτιμώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εὐθὺσ ἀνατέτραπται καὶ παρασέσυρται καὶ τὸ τελευταῖον ἀτίμωσ ἐξέωσται, ὁ δὲ κολακευτικώτεροσ καὶ πρὸσ τὰσ τοιαύτασ κακοηθείασ πιθανώτεροσ εὐδοκιμεῖ· (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 10:6)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 10:6)

  • πῶσ οὖν οὐκ ἀχάριστοσ οὗτοσ καὶ ἔνοχοσ τοῖσ περὶ τῆσ κακώσεωσ νόμοισ, ὃσ τὴν μὲν νόμῳ γαμετὴν παρ’ ἧσ τοσαῦτα εἴληφεν καὶ δι’ ἣν ἔνδοξόσ ἐστιν οὕτωσ ἀτίμωσ ἀπέλιπεν, καινῶν δὲ ὠρέχθη πραγμάτων, καὶ ταῦτα νῦν ὁπότε μόνην ἐμὲ θαυμάζουσιν καὶ ἐπιγράφονται ἅπαντεσ προστάτιν ἑαυτῶν; (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 29:1)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 29:1)

  • ἀναβολήν, ἐπὶ δὲ τοῦ βίου καὶ τῶν πραγμάτων ἀντιφθεγγομένουσ τῷ σχήματι καὶ τἀναντία ὑμῖν ἐπιτηδεύοντασ καὶ διαφθείροντασ τὸ ἀξίωμα τῆσ ὑποσχέσεωσ, ἠγανάκτουν, καὶ τὸ πρᾶγμα ὅμοιον ἐδόκει μοι καθάπερ ἂν εἴ τισ ὑποκριτὴσ τραγῳδίασ μαλθακὸσ αὐτὸσ ὢν καὶ γυναικεῖοσ Ἀχιλλέα ἢ Θησέα ἢ καὶ τὸν Ἡρακλέα ὑποκρίνοιτο αὐτὸν μήτε βαδίζων μήτε βοῶν ἡρωϊκόν, ἀλλὰ θρυπτόμενοσ ὑπὸ τηλικούτῳ προσωπείῳ, ὃν οὐδ’ ἂν ἡ Ἑλένη ποτὲ ἢ Πολυξένη ἀνάσχοιντο πέρα τοῦ μετρίου αὐταῖσ προσεοικότα, οὐχ ὅπωσ ὁ Ἡρακλῆσ ὁ Καλλίνικοσ, ἀλλά μοι δοκεῖ τάχιστ’ ἂν ἐπιτρῖψαι τῷ ῥοπάλῳ παίων τοῦτον αὐτόν τε καὶ τὸ προσωπεῖον, οὕτωσ ἀτίμωσ κατατεθηλυμμένοσ πρὸσ αὐτοῦ. (Lucian, Piscator, (no name) 31:2)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 31:2)

  • ταῦτα καὶ αὐτὸσ ἀγανακτῶ, πρὸσ ἐνίων μὲν ἀτίμωσ λακτιζόμενοσ καὶ λαφυσσόμενοσ καὶ ἐξαντλούμενοσ, ὑπ’ ἐνίων δὲ ὥσπερ στιγματίασ δραπέτησ πεπεδημένοσ. (Lucian, Timon, (no name) 17:2)

    (루키아노스, Timon, (no name) 17:2)

  • μᾶλλον δὲ αὐτὸσ ἠδίκημαι τοῦτο ὑπὸ σοῦ, διότι με οὕτωσ ἀτίμωσ ὑπέβαλεσ ἀνδράσι καταράτοισ ἐπαινοῦσι καὶ καταγοητεύουσι καὶ πάντα τρόπον ἐπιβουλεύουσί μοι· (Lucian, Timon, (no name) 38:4)

    (루키아노스, Timon, (no name) 38:4)

유의어

  1. dishonourably

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION