ἁρμόζω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἁρμόζω
ἁρμόσω
ἥρμοσα
ἥρμοκα
ἥρμοσμαι
ἡρμόσθην
Structure:
ἁρμόζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: A)/rw
Sense
- I fit together, join
- I betroth
- I arrange, govern, command
- I compose
- I fit, suit, am adapted well for
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οὐ μὴν ἀλλ’ ὁ Αἰμίλιοσ ὀρθῶσ λογιζόμενοσ ἀνδρείασ καὶ θαρραλεότητοσ ἀνθρώποισ οὐ πρὸσ ὅπλα καὶ σαρίσασ χρῆσιν εἶναι μόνον, ἀλλὰ πρὸσ πᾶσαν ὁμαλῶσ τύχησ ἀντίστασιν, οὕτωσ ἡρμόσατο καὶ κατεκόσμησε τὴν τῶν παρόντων σύγκρασιν ὥστε τοῖσ ἀγαθοῖσ τὰ φαῦλα καὶ τὰ οἰκεῖα τοῖσ δημοσίοισ ἐναφανισθέντα μὴ ταπεινῶσαι τὸ μέγεθοσ μηδὲ καθυβρίσαι τὸ ἀξίωμα τῆσ νίκησ, τὸν μέν γε πρότερον τῶν παίδων ἀποθανόντα θάψασ εὐθὺσ ἐθριάμβευσεν, ὡσ λέλεκται· (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 36 1:1)
- ἐπεὶ δὲ ὡρ́αν ᾤετο πρὸσ γάμον ἔχειν, οὐδεμιᾷ γυναικὶ συνεληλυθώσ, ἡρμόσατο Λεπίδαν, πρότερον μὲν ἐγγυηθεῖσαν Σκηπίωνι Μετέλλῳ, τότε δὲ ἀπειπαμένου τοῦ Σκηπίωνοσ καὶ τῆσ ἐγγύησ λυθείσησ σχολάζουσαν. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 7 1:1)
- οὗτοσ Ἀνακρείοντα, τὸν ἄφθιτον εἵνεκα Μουσέων ὑμνοπόλον, πάτρησ τύμβοσ ἔδεκτο Τέω, ὃσ Χαρίτων πνείοντα μέλη, πνείοντα δ’ Ἐρώτων, τὸν γλυκὺν ἐσ παίδων ἵμερον ἡρμόσατο. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 251)
- ὁ δὲ Ἀρταφρένησ, ὥσ οἱ πέμψαντι ἐσ Σοῦσα καὶ ὑπερθέντι τὰ ἐκ τοῦ Ἀρισταγόρεω λεγόμενα συνέπαινοσ καὶ αὐτὸσ Δαρεῖοσ ἐγένετο, παρεσκευάσατο μὲν διηκοσίασ τριήρεασ, πολλὸν δὲ κάρτα ὅμιλον Περσέων τε καὶ τῶν ἄλλων συμμάχων, στρατηγὸν δὲ τούτων ἀπέδεξε Μεγαβάτην ἄνδρα Πέρσην τῶν Ἀχαιμενιδέων, ἑωυτοῦ τε καὶ Δαρείου ἀνεψιόν, τοῦ Παυσανίησ ὁ Κλεομβρότου Λακεδαιμόνιοσ, εἰ δὴ ἀληθήσ γε ἐστὶ ὁ λόγοσ, ὑστέρῳ χρόνῳ τούτων ἡρμόσατο θυγατέρα, ἔρωτα σχὼν τῆσ Ἑλλάδοσ τύραννοσ γενέσθαι. (Herodotus, The Histories, book 5, chapter 32 2:2)
- τὸ δὴ μετὰ τοῦτο ἔξεστιν εἰκάζειν ὅπωσ διεκείμεθα, καὶ ὁποίαν τινὰ ἁρμονίαν πάλιν ἡμᾶσ ἡρμόσατο ὁ θεόσ. (Aristides, Aelius, Orationes, 7:6)
Synonyms
-
I fit together
- καθαρμόζω (to join or fit to)
- συναραρίσκω (to join together.)
- ζεύγνυμι (to join together, well-joined)
- συναρμόζω (to fit together, to close)
- συνεπιτίθημι (to join in attacking, together)
- συμμαίνομαι (to be mad together, join in madness)
- συναρμόζω (to fit together, agree)
- συναίρω (to be joined together, unite)
- συνθάπτω (to bury together, join in burying, with)
- ἁρμολογέω (to join, pile together)
- συνάπτω (I join together, connect.)
- συναρμολογέομαι (to be fitted or framed together)
- συγκαθαιρέω (to put down together, to join in putting down)
-
I betroth
-
I arrange
-
I compose
-
I fit
Derived
- διαρμόζω (to distribute in various places, dispose)
- ἐναρμόζω (to fit or fix in, to fit, adapt)
- ἐφαρμόζω (to fit on or to, to fit, to be adapted to)
- καθαρμόζω (to join or fit to)
- μεθαρμόζω (to dispose differently, to correct, to dispose for oneself)
- περιαρμόζω (to fit on all round)
- προσαρμόζω (to fit to, attach closely to, to adapt)
- συναρμόζω (to fit together, to close, to put together)