- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

κατάγραφος?

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration: katagraphos

Principal Part: κατάγραφος κατάγραφον

Structure: καταγραφ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from καταγράφω

Sense

  1. embroidered

Examples

  • παπαί, ὅλος οὗτος πελιδνὸς καὶ κατάγραφος, μᾶλλον δὲ κυάνεός ἐστιν ἀπὸ τῶν στιγμάτων. (Lucian, Cataplus, (no name) 28:3)
  • κατάγραφος ἡ τὰ ποικίλα σὺ ἤδη λέγε. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 19:2)
  • ἐπεποίητο δὲ αὐτοῖς πάλαι καὶ κατεσκεύαστο κεφαλὴ δράκοντος ὀθονίνη ἀνθρωπόμορφόν τι ἐπιφαίνουσα, κατάγραφος, πάνυ εἰκασμένη, ὑπὸ θριξὶν ἱππείαις ἀνοίγουσά τε καὶ αὖθις ἐπικλείουσα τὸ στόμα, καὶ γλῶττα οἱά δράκοντος διττὴ μέλαινα προέκυπτεν, ὑπὸ τριχῶν καὶ αὐτὴ ἑλκομένη. (Lucian, Alexander, (no name) 12:2)
  • καὶ χρυσαῖ μὲν αἱ ἄγκυραι ἐνίοτε, ὁ χηνίσκος δὲ μολυβδοῦς, καὶ τὰ μὲν ὕφαλα κατάγραφα, τὰ δὲ ἔξαλα τῆς νεὼς ἄμορφα. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 47:3)
  • Ἀλέξανδρος δ ὁ Μύνδιός φησιν ὅτι μικρῷ μὲν μείζων ἐστὶ πέρδικος, ὅλος δὲ κατάγραφος τὰ περὶ τὸν νῶτον, κεραμεοῦς τὴν χρόαν, ὑποπυρρίζων μᾶλλον, θηρεύεται δ ὑπὸ κυνηγῶν διὰ τὸ βάρος καὶ τὴν τῶν πτερῶν βραχύτητα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 39 1:1)
  • τῶν δὲ βοσκάδων καλουμένων ὁ μὲν ἄρρην κατάγραφος ἐστὶ δὲ ἧττον᾿ νήττης. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 52 1:1)

Synonyms

  1. embroidered

Related

명사

형용사

동사

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION