ἁρμόζω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἁρμόζω
ἁρμόσω
ἥρμοσα
ἥρμοκα
ἥρμοσμαι
ἡρμόσθην
Structure:
ἁρμόζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: A)/rw
Sense
- I fit together, join
- I betroth
- I arrange, govern, command
- I compose
- I fit, suit, am adapted well for
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἤμην παῤ αὐτῷ ἁρμόζουσα. ἐγὼ ἤμην ᾗ προσέχαιρε, καθ̓ ἡμέραν δὲ εὐφραινόμην ἐν προσώπῳ αὐτοῦ ἐν παντὶ καιρῷ, (Septuagint, Liber Proverbiorum 8:30)
- τίσ δὲ τιμὴ θεῷ μᾶλλον ἁρμόζουσα, παντὸσ μὲν τοῦ πλήθουσ κατεσκευασμένου πρὸσ τὴν εὐσέβειαν, ἐξαίρετον δὲ τὴν ἐπιμέλειαν τῶν ἱερέων πεπιστευμένων, ὥσπερ δὲ τελετῆσ τινοσ τῆσ ὅλησ πολιτείασ οἰκονομουμένησ; (Flavius Josephus, Contra Apionem, 145:2)
- οἰκονομία δὲ λόγου ἐφ’ ἅπαντι ἡ ἁρμόζουσα τάξισ καὶ ἡ προσδοκία τῶν λεγομένων καὶ τὸ ἐξηρτῆσθαι ἀλλήλων τὰ νοήματα καὶ τὰ ἐπιχειρήματα ἐχόμενα τοῦ ὑποκειμένου, ἔτι δὲ καὶ τὰ ἄλλα θεωρήματα, ὅσα τῆσ ἀφελοῦσ οἰκονομίασ ἐστί, λέγω δή, ἐὰν μὲν ἓν κεφάλαιον ᾖ, ἄνευ προλήψεωσ εἰπόντα δεῖ τῶν ὑπὲρ αὐτοῦ ἐνδόξων οὕτωσ καταθεῖναι τὴν πρόληψιν, προλαβόντα τι κατὰ τοῦ ἀντιδίκου ἐνδόξων· (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 2:1)
- καὶ ἡ Μιξολύδιοσ δὲ παθητικὴ τίσ ἐστι, τραγῳδίαισ ἁρμόζουσα. (Pseudo-Plutarch, De musica, section 161)
- Τούτοισι δὲ ἐμβολὴ πρόδηλοσ, ἥτισ γίνοιτ’ ἂν ἁρμόζουσα‧ χρὴ γὰρ τὸν μέν τινα κατέχειν τὴν κεφαλὴν τοῦ τετρωμένου, τὸν δὲ περιλαβόντα τὴν κάτω γνάθον καὶ ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν τοῖσι δακτύλοισι κατὰ τὸ γένειον, χάσκοντοσ τοῦ ἀνθρώπου ὅσον μετρίωσ δύναται, πρῶτον μὲν διακινέειν τὴν κάτω γνάθον χρόνον τινὰ, τῇ καὶ τῇ παράγοντα τῇ χειρὶ, καὶ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον κελεύειν χαλαρὴν τὴν γνάθον ἔχειν, καὶ ξυμπαράγειν, καὶ ξυνδιδόναι ὡσ μάλιστα‧ ἔπειτα ἐξαπίνησ σχάσαι, τρισὶ σχήμασιν ὁμοῦ προσέχοντα τὸν νόον‧ δεῖ μὲν γὰρ παράγεσθαι ἐκ τῆσ διαστροφῆσ ἐσ τὴν φύσιν, δεῖ δὲ ἐσ τοὐπίσω ἀπωσθῆναι τὴν γνάθον τὴν κάτω, δεῖ δὲ ἑπόμενον τούτοισι ξυμβάλλειν τὰσ γνάθουσ, καὶ μὴ χάσκειν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 30.9)
Synonyms
-
I fit together
- καθαρμόζω (to join or fit to)
- συναραρίσκω (to join together.)
- ζεύγνυμι (to join together, well-joined)
- συναρμόζω (to fit together, to close)
- συνεπιτίθημι (to join in attacking, together)
- συμμαίνομαι (to be mad together, join in madness)
- συναρμόζω (to fit together, agree)
- συναίρω (to be joined together, unite)
- συνθάπτω (to bury together, join in burying, with)
- ἁρμολογέω (to join, pile together)
- συνάπτω (I join together, connect.)
- συναρμολογέομαι (to be fitted or framed together)
- συγκαθαιρέω (to put down together, to join in putting down)
-
I betroth
-
I arrange
-
I compose
-
I fit
Derived
- διαρμόζω (to distribute in various places, dispose)
- ἐναρμόζω (to fit or fix in, to fit, adapt)
- ἐφαρμόζω (to fit on or to, to fit, to be adapted to)
- καθαρμόζω (to join or fit to)
- μεθαρμόζω (to dispose differently, to correct, to dispose for oneself)
- περιαρμόζω (to fit on all round)
- προσαρμόζω (to fit to, attach closely to, to adapt)
- συναρμόζω (to fit together, to close, to put together)